Wednesday, August 24, 2011

Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ, Βραβευμένο διήγημα ΠΕΛ 1998

Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ

Σήμερα ξύπνησα νωρίς,-τι ξύπνησα δηλαδή, αφού λαγοκοιμόμουνα όλη τη νύχτα μπας και δεν ακούσω το τηλέφωνο να με ξυπνά-. Αν και για ασφάλεια έβαλα δύο ξυπνητήρια, μια ρώσικη «γκραν-κάσα» που άμα χτύπαγε σε άφηνε στον «τόπο» και ένα που έπαιζε τη «μελωδία της ευτυχίας» και με ξύπναγε γλυκά.
Όμως για καλού-κακού πήρα και τον ΟΤΕ αποβραδίς για να με ξυπνήσει η τηλεφωνήτρια. Κι’ έτσι έξι και τέταρτο, όπως είχα ζητήσει η γλυκιά φωνή της τηλεφωνήτριας ακούστηκε στο ακουστικό που το άρπαξα με αστραπιαία ταχύτητα μήπως και ξυπνήσει το μωρό και ποιος αντέχει τη γκρίνια του.
-Καλημέρα σας κύριε. Σας παίρνω για να σας ξυπνήσω.. Είναι έξη και τέταρτο ακριβώς. Τόνισε ιδιαίτερα το έξη και τέταρτο ακριβώς για να καταλάβω πόσο τυπική ήταν.
-Σας ευχαριστώ καλή μου.. Καλημέρα. Έμεινα με το καλημέρα. Ταυτόχρονα, σχεδόν σε δέκατα του δευτερολέπτου, η ρώσικη γκραν-κάσα άρχισε να χτυπά δαιμονισμένα και σε σεκόντο αταίριαστο και το μελωδικό.
Σαν σαΐτα πήδηξα να τα σταματήσω, μα παραπάτησα και τάρριξα κάτω. Η γκραν-κάσα σιώπησε διαλύθηκε, ήταν η τελευταία της φορά που κουδούνισε. Το μελωδικό εξακολουθούσε να παίζει τη μελωδία...και γλίτωσε. Σαν να μην έφταναν αυτά, το μωρό άρχισε να τσιρίζει γοερά.
-Αει-παράτα μας και συ μωρέ μπέμπη. Βαλτός είσαι;
-Έ μη, μη μαλώνεις το παιδί τσίριξε η γυναίκα μου. Αυτό σου φταίει;
Δεν έδωσα συνέχεια. Άλλα σκεπτόμουνα εγώ. Άρχισα να ετοιμάζομαι, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό.
-Ανέστη πάψε ! θέλω να κοιμηθώ. Κούνα λίγο τον μπόμπιρα μήπως και τη γλιτώσω και κοιμηθώ λίγο ακόμη. Αχ πόσο κουρασμένη είμαι..
-Αχ εγώ να δεις πως είμαι. Το δείχνω καθόλου Έτσι σε θέλω, χαρούμενα να ξυπνάς.. Αλλά τι λέω εγώ; είναι ο χαρακτήρας μου. Μια ζωή έξω φτώχια και καλή καρδιά. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί εγώ δεν ήμουνα φτωχός, ταλαίπωρος ήμουν.
Εν πάσει περιπτώσει.. Στις εννέα η ώρα έπρεπε να πάω στο στούντιο. Θα βάζαμε τη φωνή στα τραγούδια μου. Θα έκανα τον πρώτο μου δίσκο με μεγάλη Εταιρία.
-Αχ αυτός ο δίσκος. Μούφαγε δυο ζευγάρια σόλες μέχρι που να δεχθεί ο κύριος Τραμπάκος να μπω στο στούντιο.
Αυτός ο περίεργος τύπος ήταν ένας κατά βάθος καλός άνθρωπος, αλλά ανεξέλεγκτος, και είχε και δόσεις μαζοχισμού στη συμπεριφορά του.
Τον έβλεπα βαμμένο με καραμπογιά, με τους κροτάφους «ξαφνικά» άσπρους, με άσπρο έως ελαφρώς ροζ πρόσωπο, με γαμψή μύτη. Ήταν «να μη σου πονεί». Πολλές φορές που τον επισκέφτηκα παλιότερα στο γραφείο του στον ήσυχο μικρό δρόμο της πόλης, ήθελα να τον πνίξω, γιατί ήταν «είπα-ξείπα»,ώσπου τον παράτησα.
Κ’ ήρθε μόνος του και με βρήκε, όταν συμπτωματικά με άκουσε στο στούντιο να ηχογραφώ κάποια τραγούδια μου -μια από εκείνες τις προσωπικές παραγωγές που έκανα όταν το πάθος μου να κάνω δίσκο, ξεχείλιζε.
Πήρα τη ρεβάνς προσωρινά, γιατί τον έκανα να με παρακαλάει για να συνεργασθώ μαζί του, και επειδή δεν τον πολυπίστευα, όσο νάναι το τράβηξα πολύ το πράγμα.
Και ενέδωσα στο τέλος, όταν μου είπε πως αυτή τη φορά θα με πάρει στην εταιρία του και μου υποσχέθηκε πως θα με καθιερώσει. Και εδώ που τα λέμε τι νομίζετε πως είναι η καθιέρωση; Έγραφα τραγούδια, τραγουδούσα, άμα ήθελε ο «Μεγάλος» με επέβαλε.
Ξύπνησα νωρίς για νάμαι στα σίγουρα, στην ώρα μου στο στούντιο. Η αγωνία μου μεγάλη. Έπαιζα τα πάντα μαζί του. Ή κέρδιζα ή έχανα. Έτσι είναι αυτή η τέχνη.. Μια επιτυχία και πας στα ύψη, κυνηγάνε όλοι τη σκόνη σου. Μια αποτυχία και πας στον τάφο.
Ο Τραμπάκος πάλι «μ’ έριξε» και κει που ήταν να τα τραγουδήσω μόνος μου αφού με άλλαξε με το Γλυφτάκο που ήταν φίρμα, μέσα σε λίγες μέρες εκείνος με παράτησε γιατί απ’ ότι κατάλαβα έτσι τον διέταξε η αόρατη συμμορία, γιατί άλλη εξήγηση δεν μπόρεσα να δώσω. Γιατί και τότε παντού κυβερνούσαν οι «αόρατοι»..Τον αντικατέστησε με ένα χειρότερο υποκείμενο, τον Σκοτόπουλο, που μπήκε στην υπόθεση με ειδική αποστολή, την εξόντωσή μου.
Έτσι στις οκτώ πήρα το Σκοτόπουλο με ένα ταξί ,να μη κουρασθεί ο άνθρωπος, και φύγαμε για το στούντιο.
Λίγο πριν φθάσουμε ο Σκοτόπουλος κατέβηκε από το ταξί λέγοντάς μου:
-Πάω σε μια δουλίτσα.. και γω θα φθάσω πιο γρήγορα από σας στο στούντιο. Τον πίστεψα.
-Εντάξει Στέλιο του είπα αδιάφορα.
Ο ταξιτζής γύρισε και μου είπε, -γιατί έστησε αυτί και κατάλαβε που πηγαίναμε και τι θα κάναμε.
-Δεν είναι καλός άνθρωπος αυτός μου είπε με ύφος ανθρώπου που ξέρει πολλά. Πρόσεχε! είσαι πολύ νέος για να γνωρίζεις τους ανθρώπους.
Το πέρασα απαρατήρητο. Εμένα αλλού ήταν ο νους μου. Στην ηχογράφηση. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει κι’ αυτός ο διάολος ο Σκοτόπουλος τι δουλειά τάχατες να είχε; Μήπως είχε δίκιο ο ταξιτζής; Άρχισα να κάνω διάφορες υποθέσεις.
-Φθάσαμε κύριε είπε κοφτά ο ταξιτζής και μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.
-Α ευχαριστώ. Πλήρωσα.. Γεια σας, και με πηδήματα κατέβηκα τη σκάλα που οδηγούσε στο στούντιο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.
Κι’ όταν είδα τον Τραμπάκο να περιμένει κοκκίνισα που πήγε αυτός πρώτος στο στούντιο.
-Γεια σας του είπα. Εγώ ήρθα στην ώρα μου. Ο Σκοτόπουλος είπε πως θάρθει σε λίγο. Τον άφησα λίγο πιο κάτω ,στην πλατεία. Θα πήγαινε σε κάποια δουλειά και θάταν εδώ στην ώρα του. Έτσι μου είπε. Δεν μίλησε, μόνο κούνησε λίγο το κεφάλι του. Ήταν εκεί και ο διευθυντής παραγωγής-ένας αμφιβόλου ανδρισμού άνθρωπος-αμίλητος και βλοσυρός. Δεν έδειχνε καθόλου ανήσυχος.
Και ο ηχολήπτης βεντέτα της εποχής, σαν «κάργια»περίμενε πίσω από το πλατώ. Ο Τραμπάκος μούδωσε τον καλύτερο.. καταλάβαινα πως πίστευε σε μένα.. αφού ήρθε και προσωπικά για να παρακολουθήσει την ηχογράφηση. Αυτό δεν ήταν λίγο. Όλοι επεδίωκαν να τον έχουν ηχολήπτη. Και ΄γω τον γνώριζα από παλιότερα. Είχε κάτι στο παρουσιαστικό του που με απωθούσε. Ήταν η θεόστραβη μύτη του; τα μυστήρια πονηρά μάτια του; το αγέλαστο πρόσωπό του; Η αλήθεια είναι ότι δεν τον «πήγαινα».Ίσως και αυτός να το καταλάβαινε και δεν ήταν καθόλου διαχυτικός μαζί μου.
Σχεδόν τυπικά τον καλημέρισα, αν και τον ρώτησα τι κάνει.
Αυτός βαρύς κι’ ασήκωτος μούπε ένα.. Καλά.
Πέρασε μια ώρα και ο Σκοτόπουλος πουθενά να φανεί. Άρχισα να αγωνιώ, έκανα πάνω-κάτω βόλτες στο διάδρομο.. Σκεπτόμουνα.. τόχει η μοίρα μου; Τόσο άτυχος; Γιατί αργεί ο άτιμος; έλεγα από μέσα μου!
-Ανέστη πες στο γαϊδούρι το Σκοτόπουλο μόλις έρθει να με πάρει τηλέφωνο στην εταιρία. Το κτήνος μ’ έστησε .Θα τον κανονίσω εγώ, είπε φεύγοντας ο Τραμπάκος.
Κι’ έφυγε νευριασμένος. Σαν πρόκες είχαν πεταχτεί τα μαλλιά του, από το θυμό του και κοκκίνισαν απότομα τα αυτιά του. Φοβήθηκα μη μείνει από εγκεφαλικό .
-Εντάξει κύριε Τραμπάκο θα του το πω. Φοβάμαι μήπως τούτυχε τίποτα κακό του ανθρώπου, γιατί μούπε πως θάταν πιο γρήγορα από μένα εδώ. Τον άφησα πριν μια ώρα εδώ πιο κάτω στην πλατεία. Τι να πω..
Όταν ο Τραμπάκος βγήκε, αστραπή μπήκε ο Σκοτόπουλος, με ύφος ύπουλο, σαν κάπου να ήταν κρυμμένος.
-Έλα! Πάμε, είπε στον ηχολήπτη.
-Έι, Στέλιο, ο Τραμπάκος είπε να τον πάρεις τηλέφωνο. Ήταν πολύ θυμωμένος που σε περίμενε τόση ώρα ,του είπα.
-Χέστον μωρέ κι’ αυτόν. Έλα Νατζιάρη.. Πάμε να τελειώνουμε, είπε στον ηχολήπτη. Ακολουθούσε από κοντά ο κύριος παραγωγός. Η συμμορία των τριών σε πλήρη ανάπτυξη.
Έπιασα τα ακουστικά και τα έβαλα στ’ αυτιά μου. Το ίδιο έκανε και ο Σκοτόπουλος. Πρέπει να είχα εκατό σφυγμούς και η καρδιά μου έκανε σαν ταμπούρλο. Μούρθε και κατούρημα. Η αγωνία στο φόρτε της.
Ο Νατζιάρης έσκυψε αγέλαστος και ψυχρός προς την κονσόλα. Είχε τοποθετήσει το τέιπ και κάτι ρύθμιζε υποτίθεται, πατώντας τα κουμπιά και τους λευγέδες Ήξερε καλά τι έκανε, αλλά είχα την ελπίδα πως θα είναι μαζί μου δίκαιος.
Ελάτε, πάμε ν’ ακούσετε μια φορά το πλέϊ-μπακ, τσίριξε με την περίεργη φωνή του ο Νατζιάρης. Μερικά δευτερόλεπτα που για μένα φάνηκαν αιώνες, και ξαφνικά.. Ώ ξαφνικά τι άκουσα θεέ μου. Η μουσική μου ενάμιση τόνο πιο κάτω από εκεί που την έγραψα, αργή και βαριά.. Μόνο σε μένα θύμιζε κάτι από αυτό το ολοζώντανο και γρήγορο κομμάτι, που είχα ηχογραφήσει πριν λίγες μέρες.
-Έλα ρε Στράτο φώναξα σχεδόν παρακαλετά στον Νατζιάρη βγάζοντας τα ακουστικά.
-Κόψε την πλάκα και βάλε κανονικά τη μουσική μου.
-Δεν κατάλαβα.. είπε αποφασιστικά ο Νατζιάρης, για να μην μπορέσω να αντιδράσω.
-Αυτή είναι η μουσική σου. Αυτό έγραψες. Κατάλαβες;
- Όχι, όχι. Κάποιο λάθος κάνεις, και μήπως.. δεν ακούς τι μας δίνεις ν’ ακούμε εμείς;
- Μα τι λες, εμένα θα μου μάθεις τη δουλειά μου; Αυτό έγραψες.
Τόνισε δυνατά και αργά τις δύο τελευταίες λέξεις. Κατάλαβα πως έχανα το παιχνίδι. Ωστόσο ξαναβρήκα το θάρρος μου και σχεδόν αδύναμα ,παραδομένος στη μοίρα μου, του είπα.
-Δεν μπορεί κάτι συνέβη. Άλλη μουσική έχω εγώ στα χέρια μου. Το τελευταίο το είπα σχεδόν ψελλίζοντας. Έτσι που πέρασε απαρατήρητο.
-Ξαναδοκίμασε πάλι κύριε Νατζιάρη. Είπα το «κύριε Νατζιάρη» γιατί άθελά μου, από ένστικτο άρχισα να παίρνω αποστάσεις από τον κύριο ηχολήπτη, που φαινόταν πως ήταν ο αρχηγός της «συμμορίας»..και πριν καλά-καλά τελειώσω την πρότασή μου, ο Νατζιάρης ξερά-κοφτά μου είπε.
-Αυτό είναι, αυτό είναι. Τελεία και παύλα.
-Ά, τα πράγματα ήταν σοβαρά. Τι έπρεπε να κάνω;
-Καλά αφού το λες εσύ, είπα κοροϊδευτικά, έτσι θα είναι. Διέκοψε την ηχογράφηση. Δεν συνεχίζουμε. Ο κύριος παραγωγός, ο Γκαράγιας μου φώναξε αφρίζοντας.
-Θα σε κανονίσω εγώ τώρα.
Ήμουν μόνος με τρεις αντιπάλους. Με τρεις αποφασισμένους «εκτελεστές».Κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί μου.
Τόση ώρα ο Σκοτόπουλος είχε βγάλει τ’ ακουστικά και άκουγε με ζωγραφισμένη την ενοχή στο πρόσωπό του τον διάλογο μη αρθρώνοντας λέξη.
Ήταν η πρώτη του δουλειά, και όμως δεν τον ενδιέφερε να πάει καλά. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τέτοια στάση. Αστραπιαίες σκέψεις διάφορες περνούσαν από το μυαλό μου. Φρόντισε ο Γκαράγιας να με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Είχε πιάσει το ακουστικό και ουρλιάζοντας σχεδόν έλεγε στον Τραμπάκο.
-Κύριε Τραμπάκο. Τι είναι αυτός που μας έφερες εδώ; Αυτός δεν ξέρει τίποτα από μουσική. Μας κατέστρεψε οικονομικά.
Άφησε απότομα το ακουστικό και γύρισε προς το μέρος μου.
-Είπε ο Τραμπάκος να πας επάνω στην Εταιρία. Τώρα αμέσως μου είπε σχεδόν επιτακτικά.
-Έχω ράμματα για τη γούνα σας του φώναξα εκτός εαυτού. Θα τα πούμε σύντομα παληοκαθίκια. Και κάνοντας δύο-τρία βήματα πήγα προς το μέρος του Γκαράγια με σφιγμένες τις γροθιές. Μου ερχόταν να τους σκοτώσω όλους, ιδιαίτερα αυτόν για αυτά που είπε από το τηλέφωνο στον Τραμπάκο.
Με συγκράτησε ο Σκοτόπουλος πιάνοντάς με από τη μέση. Τόση ώρα ήταν η πρώτη κίνηση που έκανε.
-Έλα. Ηρέμησε θα τα βρείτε, μου είπε με προσποιητή ενοχή.
- Τι να τα βρούμε μωρέ απατεώνες. Συμμορία είστε. Θα σας τιμωρήσει ο Θεός, αλλά και γω δεν θα καθίσω έτσι.. είπα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου με δύναμη.
Με ταχύτητα αστραπής έφυγα από το στούντιο και σε δυο λεπτά πήγα στην Εταιρία.
Πήγα κατευθείαν στο γραφείο του Τραμπάκου. Είδα την ίδια γνώριμη φιγούρα. Σχεδόν σαν παραποιημένος πίνακας ζωγραφικής έμοιαζε ο Τραμπάκος.
Ήταν πάλι σκυμμένος σε κάποια χαρτιά. Έβηξα δυνατά, σχεδόν ασυναίσθητα για να τονίσω την παρουσία μου. Γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος μου.
-Φύγε από δω, μου φώναξε ουρλιάζοντας. Με κατέστρεψες..
-Σκάσε του λέω.. και τον βουτάω από το λαιμό. Σκάσε. Θα μ’ ακούσεις πρώτα και μετά πες ότι θες.
-Ηρέμησε, θα με πνίξεις, φώναξε φοβισμένα.
Γιατί πάνω στα νεύρα μου ούτε και γω ξέρω τι μπορούσα να κάνω. Μ’ έπνιγε το δίκιο ,ήμουν έξω φρενών.
-Εντάξει! πες μου ότι θέλεις.. μου είπε σε ήπιο τόνο.
_Άκου, το πλέϊ-μπακ εγώ το έχω στο σπίτι μου και είναι το πραγματικό. Δεν μπορώ να καταλάβω, ο ηλίθιος ο Νατζιάρης δεν θυμάται που μου τόδωσε για να κάνω πρόβες με το άλλο φιδάκι το Σκοτόπουλο που μου τον επέβαλες; Τόσο γελοίους συνεργάτες έχεις; Απατεώνες έχεις. Δεν σου αρέσουν οι καλοί άνθρωποι εσένα. Εγώ είμαι ο καλός άνθρωπος, αλλά εσύ δεν χαμπαριάζεις. Μ’ ακούς εγώ είμαι ο καλός, του είπα αρχίζοντας πάλι να νευριάζω.
-Καλά, καλά.. Περίμενε! είπες ότι έχεις το πλέϊ-μπακ; ε.. λοιπόν θα πας στον Τζιμάρα τον μπουζουξή, και ότι μου πει εκείνος, ισχύει.. και θα τα πούμε πάλι, μου είπε ήρεμα.
Φαίνεται πως άρχισε να ημερεύει. Και εγώ καταλάβαινα πως μπορεί να βρω το δίκιο μου.
Σχημάτισε τον αριθμό του Τζιμάρα στο καντράν του τηλεφώνου.
-Στέλιο.. καλημέρα. Σε ξύπνησα ε. Άκου σε παρακαλώ. Θα σου στείλω τον Ανέστη Ντερέκο. Θα σου φέρει το πλέϊ-μπακ των τραγουδιών του. Άκουσέ τα με προσοχή και θέλω τη γνώμη σου.. Πότε να έρθει. Αύριο ε, στις δώδεκα. Εντάξει.. γεια -χαρά. Και γυρίζοντας σε μένα..
-Πήγαινε αύριο στις δώδεκα στο Τζιμάρα.. και τα λέμε. Μου έγραψε σε ένα χαρτάκι τη διεύθυνση.
-Άντε πήγαινε τώρα ,μου είπε παρηγορητικά. Σα να καταλάβαινε πόσο με αδίκησε.
Έφυγα. Βάδιζα στο δρόμο σκεπτικός. Μάλιστα πιο κάτω έπεσα πάνω σε μια κολώνα και χτύπησα λιγάκι. Πήγα στο σπίτι με τα πόδια. Έπαιρνα λεωφορείο για να πάω, αλλά αυτή τη φορά ούτε κατάλαβα πως έφτασα με τα πόδια. Θα βάδιζα πάνω από δύο ώρες.
Σκεπτόμουνα συνέχεια όλα που μου συνέβησαν και δεν έβρισκα απάντηση στα ερωτήματα που με βασάνιζαν. Κατέληξα σε ένα πράγμα: Κάποιοι «αόρατοι» συνήλθαν σε σύσκεψη και αποφάσισαν την «εκτέλεσή» μου.
Δέχτηκα τη μοίρα μου. Φθάνοντας στο σπίτι μου, πριν χτυπήσω το κουδούνι, πήρα μια βαθιά ανάσα. Μου άνοιξε η γυναίκα μου.
-Άνθρωπέ μου, πως είσαι έτσι;
-Πως είμαι της είπα, χωρίς όρεξη.
-Τα χάλια σου έχεις. Μήπως είσαι άρρωστος;
-Όχι, αλλά όπου νάναι θα αρρωστήσω, με όσα μου συνέβησαν σήμερα. Και της είπα όσα τραγικά και απίστευτα μου συνέβησαν.
Στενοχωρήθηκε και αυτή. Είχαμε μαζί επενδύσει πάνω σε αυτή τη προσπάθεια, κάναμε όνειρα για κάτι καλύτερο. Τόσοι κόποι, τόσοι αγώνες φαίνονταν να πηγαίνουν χαμένοι.
Έπεσα πτώμα να κοιμηθώ, γιατί αύριο η μέρα θα ήταν πάλι κρίσιμη. Το τελευταίο χαρτί θα το έπαιζα αύριο. Βέβαια ότι και να συνέβαινε εγώ δεν θα τα παρατούσα. Είναι ο χαρακτήρας μου έτσι.
Θυμάμαι πως η επόμενη μέρα ήταν Τρίτη. Πήρα ένα ταξί και πήγα στον Τζιμάρα κάπου σε μια συνοικία της πόλης αντίθετα από εκεί που έμενα. Πλήρωσα το ταξί τετρακόσιες δραχμές. Μούρθε ταμπλάς. Σχεδόν δυο μεροκάματα.
Χτύπησα το κουδούνι ακριβώς στις δώδεκα. Μάλιστα περίμενα αρκετή ώρα απ’ έξω από το σπίτι του, μέχρι να πάει δώδεκα.
Μου άνοιξε βαρύς και ασήκωτος ο Τζιμάρας.
-Ο Ανέστης είσαι; Ναι του είπα. Με έστειλε ο Τραμπάκος να ακούσεις το..
-Ξέρω, ξέρω μου είπε κόβοντας τη φράση μου στη μέση. Πέρασε μέσα
-Ευχαριστώ
-Ένα λεπτό να πάρω το μπουζούκι μου. Έβαλε τη κασέτα στο μαγνητόφωνο, και πάτησε το πλέϊ. Άρχισε να παίζεται το πρώτο μου τραγούδι. Ο Τζιμάρας δεν είχε την παραμικρή δυσκολία να το παίζει ψάχνοντάς το στο όργανο.
-Πω-πω Θε μου ταλέντο πούχει αυτός ο μουσικός, είπα από μέσα μου, ξέροντας πως δεν ήξερε καθόλου νότες. Με έβγαλε από τη σκέψη μου ο Τζιμάρας.
-Που ήσουν ρε φίλε μου τόσο καιρό; Αδερφέ μου πολύ ωραίο τραγούδι. Απορώ γι’ αυτά που σου κάνανε. Δεν το καταλαβαίνω..
Άκουσε και το επόμενο.
-Εσύ έχεις μεγάλο ταλέντο φίλε μου, μου είπε με μάγκικο ύφος.
Εγώ δεν μίλησα, τι να πω;
Σήκωσε το ακουστικό και πήρε στο τηλέφωνο τον Τραμπάκο.
-Κύριε Τραμπάκο.. Περίφημος ο νεαρός. Τα τραγούδια του τέλεια. Μεγάλο ταλέντο.. Ναι μεγάλο ταλέντο.
Τον άκουγα και άρχιζα να αισιοδοξώ.
-Ναι ναι, όπως σου το λέω είναι, συνέχισε.
-Α, εντάξει θα στον στείλω από εκεί ..Πρόσεξέ τον.. Είναι σπουδαίος.. Ξέρω τι σου λέω εγώ, ξέρω.. Άντε γεια..
-Μου είπε ο Τραμπάκος να πας από εκεί τώρα.
Έφυγα αφού τον ευχαρίστησα για τη συμπεριφορά του και την εκτίμησή του.
Ασθμαίνοντας και με αγωνία ανέβηκα τις σκάλες της εταιρίας του Τραμπάκου. Τον βρήκα πάλι σκυμμένος να ψάχνει τα χαρτιά του.
-Ήρθα κύριε Τραμπάκο, του φώναξα χαρούμενα. Σας ακούω.
-Ναι. Είναι αλήθεια πως δικαιώθηκες.. Όμως εγώ δεν θέλω καμιά συνεργασία μαζί σου, γιατί είσαι γρουσούζης.
Έπεσα από τα σύννεφα με την απάντηση που μούδωσε. Πήγα να ψελλίσω κάτι, μα αστραπιαία αποφάσισα να μην πω τίποτα. Έκανα ένα βήμα μπροστά, όρθωσα το ανάστημά μου, και τον χαιρέτησα.
-Γεια σας κύριε Τραμπάκο. Θα σας θυμάμαι με αγάπη. Γεια σας.
Αυτό ήταν. Κατέβηκα αργά-αργά τις σκάλες του παλιού αρχοντικού και πήρα το δρόμο για να πάω για το σπίτι μου.
Έχασα έναν αγώνα ακόμη, από πρόστυχους αντιπάλους, μα η ψυχή μου είχε πλημμυρίσει από χαρά, αισιοδοξία.. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.
Τα τραγούδια μου στέκονται ακόμα στα ράφια της εταιρίας, και σιωπηλά κρατούν το μυστικό τους, την μεγάλη αδικία και τόσα άλλα.
Τώρα. Τι γίνανε οι πρωταγωνιστές; Ο Τραμπάκος πέθανε.. Δεν ξέρω πόσο ελαφρύς ήταν τη στιγμή που έφευγε η ψυχή του. Από μένα όμως ο Θεός να τον συγχωρέσει.
Οι άλλοι δεν ξέρω τι γίνανε. Κάμποσα χρόνια όμως είναι σίγουρο πως κάνανε τις λαδιές τους, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας κάποιους καλλιτέχνες. Μετά δεν ξέρω..
Τους φαντάζομαι σε κάποια συνωμοτική τους συνάντηση -αν ζουν-να διηγούνται αυτά που μου κάνανε και να γελάνε. Τόσο πορωμένοι ήταν.

No comments: