Friday, November 22, 2013

ΦΤΟΥ ΚΙ' ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΧΗ.wmv

Wednesday, August 24, 2011

Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ, Βραβευμένο διήγημα ΠΕΛ 1998

Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ

Σήμερα ξύπνησα νωρίς,-τι ξύπνησα δηλαδή, αφού λαγοκοιμόμουνα όλη τη νύχτα μπας και δεν ακούσω το τηλέφωνο να με ξυπνά-. Αν και για ασφάλεια έβαλα δύο ξυπνητήρια, μια ρώσικη «γκραν-κάσα» που άμα χτύπαγε σε άφηνε στον «τόπο» και ένα που έπαιζε τη «μελωδία της ευτυχίας» και με ξύπναγε γλυκά.
Όμως για καλού-κακού πήρα και τον ΟΤΕ αποβραδίς για να με ξυπνήσει η τηλεφωνήτρια. Κι’ έτσι έξι και τέταρτο, όπως είχα ζητήσει η γλυκιά φωνή της τηλεφωνήτριας ακούστηκε στο ακουστικό που το άρπαξα με αστραπιαία ταχύτητα μήπως και ξυπνήσει το μωρό και ποιος αντέχει τη γκρίνια του.
-Καλημέρα σας κύριε. Σας παίρνω για να σας ξυπνήσω.. Είναι έξη και τέταρτο ακριβώς. Τόνισε ιδιαίτερα το έξη και τέταρτο ακριβώς για να καταλάβω πόσο τυπική ήταν.
-Σας ευχαριστώ καλή μου.. Καλημέρα. Έμεινα με το καλημέρα. Ταυτόχρονα, σχεδόν σε δέκατα του δευτερολέπτου, η ρώσικη γκραν-κάσα άρχισε να χτυπά δαιμονισμένα και σε σεκόντο αταίριαστο και το μελωδικό.
Σαν σαΐτα πήδηξα να τα σταματήσω, μα παραπάτησα και τάρριξα κάτω. Η γκραν-κάσα σιώπησε διαλύθηκε, ήταν η τελευταία της φορά που κουδούνισε. Το μελωδικό εξακολουθούσε να παίζει τη μελωδία...και γλίτωσε. Σαν να μην έφταναν αυτά, το μωρό άρχισε να τσιρίζει γοερά.
-Αει-παράτα μας και συ μωρέ μπέμπη. Βαλτός είσαι;
-Έ μη, μη μαλώνεις το παιδί τσίριξε η γυναίκα μου. Αυτό σου φταίει;
Δεν έδωσα συνέχεια. Άλλα σκεπτόμουνα εγώ. Άρχισα να ετοιμάζομαι, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό.
-Ανέστη πάψε ! θέλω να κοιμηθώ. Κούνα λίγο τον μπόμπιρα μήπως και τη γλιτώσω και κοιμηθώ λίγο ακόμη. Αχ πόσο κουρασμένη είμαι..
-Αχ εγώ να δεις πως είμαι. Το δείχνω καθόλου Έτσι σε θέλω, χαρούμενα να ξυπνάς.. Αλλά τι λέω εγώ; είναι ο χαρακτήρας μου. Μια ζωή έξω φτώχια και καλή καρδιά. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί εγώ δεν ήμουνα φτωχός, ταλαίπωρος ήμουν.
Εν πάσει περιπτώσει.. Στις εννέα η ώρα έπρεπε να πάω στο στούντιο. Θα βάζαμε τη φωνή στα τραγούδια μου. Θα έκανα τον πρώτο μου δίσκο με μεγάλη Εταιρία.
-Αχ αυτός ο δίσκος. Μούφαγε δυο ζευγάρια σόλες μέχρι που να δεχθεί ο κύριος Τραμπάκος να μπω στο στούντιο.
Αυτός ο περίεργος τύπος ήταν ένας κατά βάθος καλός άνθρωπος, αλλά ανεξέλεγκτος, και είχε και δόσεις μαζοχισμού στη συμπεριφορά του.
Τον έβλεπα βαμμένο με καραμπογιά, με τους κροτάφους «ξαφνικά» άσπρους, με άσπρο έως ελαφρώς ροζ πρόσωπο, με γαμψή μύτη. Ήταν «να μη σου πονεί». Πολλές φορές που τον επισκέφτηκα παλιότερα στο γραφείο του στον ήσυχο μικρό δρόμο της πόλης, ήθελα να τον πνίξω, γιατί ήταν «είπα-ξείπα»,ώσπου τον παράτησα.
Κ’ ήρθε μόνος του και με βρήκε, όταν συμπτωματικά με άκουσε στο στούντιο να ηχογραφώ κάποια τραγούδια μου -μια από εκείνες τις προσωπικές παραγωγές που έκανα όταν το πάθος μου να κάνω δίσκο, ξεχείλιζε.
Πήρα τη ρεβάνς προσωρινά, γιατί τον έκανα να με παρακαλάει για να συνεργασθώ μαζί του, και επειδή δεν τον πολυπίστευα, όσο νάναι το τράβηξα πολύ το πράγμα.
Και ενέδωσα στο τέλος, όταν μου είπε πως αυτή τη φορά θα με πάρει στην εταιρία του και μου υποσχέθηκε πως θα με καθιερώσει. Και εδώ που τα λέμε τι νομίζετε πως είναι η καθιέρωση; Έγραφα τραγούδια, τραγουδούσα, άμα ήθελε ο «Μεγάλος» με επέβαλε.
Ξύπνησα νωρίς για νάμαι στα σίγουρα, στην ώρα μου στο στούντιο. Η αγωνία μου μεγάλη. Έπαιζα τα πάντα μαζί του. Ή κέρδιζα ή έχανα. Έτσι είναι αυτή η τέχνη.. Μια επιτυχία και πας στα ύψη, κυνηγάνε όλοι τη σκόνη σου. Μια αποτυχία και πας στον τάφο.
Ο Τραμπάκος πάλι «μ’ έριξε» και κει που ήταν να τα τραγουδήσω μόνος μου αφού με άλλαξε με το Γλυφτάκο που ήταν φίρμα, μέσα σε λίγες μέρες εκείνος με παράτησε γιατί απ’ ότι κατάλαβα έτσι τον διέταξε η αόρατη συμμορία, γιατί άλλη εξήγηση δεν μπόρεσα να δώσω. Γιατί και τότε παντού κυβερνούσαν οι «αόρατοι»..Τον αντικατέστησε με ένα χειρότερο υποκείμενο, τον Σκοτόπουλο, που μπήκε στην υπόθεση με ειδική αποστολή, την εξόντωσή μου.
Έτσι στις οκτώ πήρα το Σκοτόπουλο με ένα ταξί ,να μη κουρασθεί ο άνθρωπος, και φύγαμε για το στούντιο.
Λίγο πριν φθάσουμε ο Σκοτόπουλος κατέβηκε από το ταξί λέγοντάς μου:
-Πάω σε μια δουλίτσα.. και γω θα φθάσω πιο γρήγορα από σας στο στούντιο. Τον πίστεψα.
-Εντάξει Στέλιο του είπα αδιάφορα.
Ο ταξιτζής γύρισε και μου είπε, -γιατί έστησε αυτί και κατάλαβε που πηγαίναμε και τι θα κάναμε.
-Δεν είναι καλός άνθρωπος αυτός μου είπε με ύφος ανθρώπου που ξέρει πολλά. Πρόσεχε! είσαι πολύ νέος για να γνωρίζεις τους ανθρώπους.
Το πέρασα απαρατήρητο. Εμένα αλλού ήταν ο νους μου. Στην ηχογράφηση. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει κι’ αυτός ο διάολος ο Σκοτόπουλος τι δουλειά τάχατες να είχε; Μήπως είχε δίκιο ο ταξιτζής; Άρχισα να κάνω διάφορες υποθέσεις.
-Φθάσαμε κύριε είπε κοφτά ο ταξιτζής και μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.
-Α ευχαριστώ. Πλήρωσα.. Γεια σας, και με πηδήματα κατέβηκα τη σκάλα που οδηγούσε στο στούντιο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.
Κι’ όταν είδα τον Τραμπάκο να περιμένει κοκκίνισα που πήγε αυτός πρώτος στο στούντιο.
-Γεια σας του είπα. Εγώ ήρθα στην ώρα μου. Ο Σκοτόπουλος είπε πως θάρθει σε λίγο. Τον άφησα λίγο πιο κάτω ,στην πλατεία. Θα πήγαινε σε κάποια δουλειά και θάταν εδώ στην ώρα του. Έτσι μου είπε. Δεν μίλησε, μόνο κούνησε λίγο το κεφάλι του. Ήταν εκεί και ο διευθυντής παραγωγής-ένας αμφιβόλου ανδρισμού άνθρωπος-αμίλητος και βλοσυρός. Δεν έδειχνε καθόλου ανήσυχος.
Και ο ηχολήπτης βεντέτα της εποχής, σαν «κάργια»περίμενε πίσω από το πλατώ. Ο Τραμπάκος μούδωσε τον καλύτερο.. καταλάβαινα πως πίστευε σε μένα.. αφού ήρθε και προσωπικά για να παρακολουθήσει την ηχογράφηση. Αυτό δεν ήταν λίγο. Όλοι επεδίωκαν να τον έχουν ηχολήπτη. Και ΄γω τον γνώριζα από παλιότερα. Είχε κάτι στο παρουσιαστικό του που με απωθούσε. Ήταν η θεόστραβη μύτη του; τα μυστήρια πονηρά μάτια του; το αγέλαστο πρόσωπό του; Η αλήθεια είναι ότι δεν τον «πήγαινα».Ίσως και αυτός να το καταλάβαινε και δεν ήταν καθόλου διαχυτικός μαζί μου.
Σχεδόν τυπικά τον καλημέρισα, αν και τον ρώτησα τι κάνει.
Αυτός βαρύς κι’ ασήκωτος μούπε ένα.. Καλά.
Πέρασε μια ώρα και ο Σκοτόπουλος πουθενά να φανεί. Άρχισα να αγωνιώ, έκανα πάνω-κάτω βόλτες στο διάδρομο.. Σκεπτόμουνα.. τόχει η μοίρα μου; Τόσο άτυχος; Γιατί αργεί ο άτιμος; έλεγα από μέσα μου!
-Ανέστη πες στο γαϊδούρι το Σκοτόπουλο μόλις έρθει να με πάρει τηλέφωνο στην εταιρία. Το κτήνος μ’ έστησε .Θα τον κανονίσω εγώ, είπε φεύγοντας ο Τραμπάκος.
Κι’ έφυγε νευριασμένος. Σαν πρόκες είχαν πεταχτεί τα μαλλιά του, από το θυμό του και κοκκίνισαν απότομα τα αυτιά του. Φοβήθηκα μη μείνει από εγκεφαλικό .
-Εντάξει κύριε Τραμπάκο θα του το πω. Φοβάμαι μήπως τούτυχε τίποτα κακό του ανθρώπου, γιατί μούπε πως θάταν πιο γρήγορα από μένα εδώ. Τον άφησα πριν μια ώρα εδώ πιο κάτω στην πλατεία. Τι να πω..
Όταν ο Τραμπάκος βγήκε, αστραπή μπήκε ο Σκοτόπουλος, με ύφος ύπουλο, σαν κάπου να ήταν κρυμμένος.
-Έλα! Πάμε, είπε στον ηχολήπτη.
-Έι, Στέλιο, ο Τραμπάκος είπε να τον πάρεις τηλέφωνο. Ήταν πολύ θυμωμένος που σε περίμενε τόση ώρα ,του είπα.
-Χέστον μωρέ κι’ αυτόν. Έλα Νατζιάρη.. Πάμε να τελειώνουμε, είπε στον ηχολήπτη. Ακολουθούσε από κοντά ο κύριος παραγωγός. Η συμμορία των τριών σε πλήρη ανάπτυξη.
Έπιασα τα ακουστικά και τα έβαλα στ’ αυτιά μου. Το ίδιο έκανε και ο Σκοτόπουλος. Πρέπει να είχα εκατό σφυγμούς και η καρδιά μου έκανε σαν ταμπούρλο. Μούρθε και κατούρημα. Η αγωνία στο φόρτε της.
Ο Νατζιάρης έσκυψε αγέλαστος και ψυχρός προς την κονσόλα. Είχε τοποθετήσει το τέιπ και κάτι ρύθμιζε υποτίθεται, πατώντας τα κουμπιά και τους λευγέδες Ήξερε καλά τι έκανε, αλλά είχα την ελπίδα πως θα είναι μαζί μου δίκαιος.
Ελάτε, πάμε ν’ ακούσετε μια φορά το πλέϊ-μπακ, τσίριξε με την περίεργη φωνή του ο Νατζιάρης. Μερικά δευτερόλεπτα που για μένα φάνηκαν αιώνες, και ξαφνικά.. Ώ ξαφνικά τι άκουσα θεέ μου. Η μουσική μου ενάμιση τόνο πιο κάτω από εκεί που την έγραψα, αργή και βαριά.. Μόνο σε μένα θύμιζε κάτι από αυτό το ολοζώντανο και γρήγορο κομμάτι, που είχα ηχογραφήσει πριν λίγες μέρες.
-Έλα ρε Στράτο φώναξα σχεδόν παρακαλετά στον Νατζιάρη βγάζοντας τα ακουστικά.
-Κόψε την πλάκα και βάλε κανονικά τη μουσική μου.
-Δεν κατάλαβα.. είπε αποφασιστικά ο Νατζιάρης, για να μην μπορέσω να αντιδράσω.
-Αυτή είναι η μουσική σου. Αυτό έγραψες. Κατάλαβες;
- Όχι, όχι. Κάποιο λάθος κάνεις, και μήπως.. δεν ακούς τι μας δίνεις ν’ ακούμε εμείς;
- Μα τι λες, εμένα θα μου μάθεις τη δουλειά μου; Αυτό έγραψες.
Τόνισε δυνατά και αργά τις δύο τελευταίες λέξεις. Κατάλαβα πως έχανα το παιχνίδι. Ωστόσο ξαναβρήκα το θάρρος μου και σχεδόν αδύναμα ,παραδομένος στη μοίρα μου, του είπα.
-Δεν μπορεί κάτι συνέβη. Άλλη μουσική έχω εγώ στα χέρια μου. Το τελευταίο το είπα σχεδόν ψελλίζοντας. Έτσι που πέρασε απαρατήρητο.
-Ξαναδοκίμασε πάλι κύριε Νατζιάρη. Είπα το «κύριε Νατζιάρη» γιατί άθελά μου, από ένστικτο άρχισα να παίρνω αποστάσεις από τον κύριο ηχολήπτη, που φαινόταν πως ήταν ο αρχηγός της «συμμορίας»..και πριν καλά-καλά τελειώσω την πρότασή μου, ο Νατζιάρης ξερά-κοφτά μου είπε.
-Αυτό είναι, αυτό είναι. Τελεία και παύλα.
-Ά, τα πράγματα ήταν σοβαρά. Τι έπρεπε να κάνω;
-Καλά αφού το λες εσύ, είπα κοροϊδευτικά, έτσι θα είναι. Διέκοψε την ηχογράφηση. Δεν συνεχίζουμε. Ο κύριος παραγωγός, ο Γκαράγιας μου φώναξε αφρίζοντας.
-Θα σε κανονίσω εγώ τώρα.
Ήμουν μόνος με τρεις αντιπάλους. Με τρεις αποφασισμένους «εκτελεστές».Κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί μου.
Τόση ώρα ο Σκοτόπουλος είχε βγάλει τ’ ακουστικά και άκουγε με ζωγραφισμένη την ενοχή στο πρόσωπό του τον διάλογο μη αρθρώνοντας λέξη.
Ήταν η πρώτη του δουλειά, και όμως δεν τον ενδιέφερε να πάει καλά. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τέτοια στάση. Αστραπιαίες σκέψεις διάφορες περνούσαν από το μυαλό μου. Φρόντισε ο Γκαράγιας να με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Είχε πιάσει το ακουστικό και ουρλιάζοντας σχεδόν έλεγε στον Τραμπάκο.
-Κύριε Τραμπάκο. Τι είναι αυτός που μας έφερες εδώ; Αυτός δεν ξέρει τίποτα από μουσική. Μας κατέστρεψε οικονομικά.
Άφησε απότομα το ακουστικό και γύρισε προς το μέρος μου.
-Είπε ο Τραμπάκος να πας επάνω στην Εταιρία. Τώρα αμέσως μου είπε σχεδόν επιτακτικά.
-Έχω ράμματα για τη γούνα σας του φώναξα εκτός εαυτού. Θα τα πούμε σύντομα παληοκαθίκια. Και κάνοντας δύο-τρία βήματα πήγα προς το μέρος του Γκαράγια με σφιγμένες τις γροθιές. Μου ερχόταν να τους σκοτώσω όλους, ιδιαίτερα αυτόν για αυτά που είπε από το τηλέφωνο στον Τραμπάκο.
Με συγκράτησε ο Σκοτόπουλος πιάνοντάς με από τη μέση. Τόση ώρα ήταν η πρώτη κίνηση που έκανε.
-Έλα. Ηρέμησε θα τα βρείτε, μου είπε με προσποιητή ενοχή.
- Τι να τα βρούμε μωρέ απατεώνες. Συμμορία είστε. Θα σας τιμωρήσει ο Θεός, αλλά και γω δεν θα καθίσω έτσι.. είπα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου με δύναμη.
Με ταχύτητα αστραπής έφυγα από το στούντιο και σε δυο λεπτά πήγα στην Εταιρία.
Πήγα κατευθείαν στο γραφείο του Τραμπάκου. Είδα την ίδια γνώριμη φιγούρα. Σχεδόν σαν παραποιημένος πίνακας ζωγραφικής έμοιαζε ο Τραμπάκος.
Ήταν πάλι σκυμμένος σε κάποια χαρτιά. Έβηξα δυνατά, σχεδόν ασυναίσθητα για να τονίσω την παρουσία μου. Γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος μου.
-Φύγε από δω, μου φώναξε ουρλιάζοντας. Με κατέστρεψες..
-Σκάσε του λέω.. και τον βουτάω από το λαιμό. Σκάσε. Θα μ’ ακούσεις πρώτα και μετά πες ότι θες.
-Ηρέμησε, θα με πνίξεις, φώναξε φοβισμένα.
Γιατί πάνω στα νεύρα μου ούτε και γω ξέρω τι μπορούσα να κάνω. Μ’ έπνιγε το δίκιο ,ήμουν έξω φρενών.
-Εντάξει! πες μου ότι θέλεις.. μου είπε σε ήπιο τόνο.
_Άκου, το πλέϊ-μπακ εγώ το έχω στο σπίτι μου και είναι το πραγματικό. Δεν μπορώ να καταλάβω, ο ηλίθιος ο Νατζιάρης δεν θυμάται που μου τόδωσε για να κάνω πρόβες με το άλλο φιδάκι το Σκοτόπουλο που μου τον επέβαλες; Τόσο γελοίους συνεργάτες έχεις; Απατεώνες έχεις. Δεν σου αρέσουν οι καλοί άνθρωποι εσένα. Εγώ είμαι ο καλός άνθρωπος, αλλά εσύ δεν χαμπαριάζεις. Μ’ ακούς εγώ είμαι ο καλός, του είπα αρχίζοντας πάλι να νευριάζω.
-Καλά, καλά.. Περίμενε! είπες ότι έχεις το πλέϊ-μπακ; ε.. λοιπόν θα πας στον Τζιμάρα τον μπουζουξή, και ότι μου πει εκείνος, ισχύει.. και θα τα πούμε πάλι, μου είπε ήρεμα.
Φαίνεται πως άρχισε να ημερεύει. Και εγώ καταλάβαινα πως μπορεί να βρω το δίκιο μου.
Σχημάτισε τον αριθμό του Τζιμάρα στο καντράν του τηλεφώνου.
-Στέλιο.. καλημέρα. Σε ξύπνησα ε. Άκου σε παρακαλώ. Θα σου στείλω τον Ανέστη Ντερέκο. Θα σου φέρει το πλέϊ-μπακ των τραγουδιών του. Άκουσέ τα με προσοχή και θέλω τη γνώμη σου.. Πότε να έρθει. Αύριο ε, στις δώδεκα. Εντάξει.. γεια -χαρά. Και γυρίζοντας σε μένα..
-Πήγαινε αύριο στις δώδεκα στο Τζιμάρα.. και τα λέμε. Μου έγραψε σε ένα χαρτάκι τη διεύθυνση.
-Άντε πήγαινε τώρα ,μου είπε παρηγορητικά. Σα να καταλάβαινε πόσο με αδίκησε.
Έφυγα. Βάδιζα στο δρόμο σκεπτικός. Μάλιστα πιο κάτω έπεσα πάνω σε μια κολώνα και χτύπησα λιγάκι. Πήγα στο σπίτι με τα πόδια. Έπαιρνα λεωφορείο για να πάω, αλλά αυτή τη φορά ούτε κατάλαβα πως έφτασα με τα πόδια. Θα βάδιζα πάνω από δύο ώρες.
Σκεπτόμουνα συνέχεια όλα που μου συνέβησαν και δεν έβρισκα απάντηση στα ερωτήματα που με βασάνιζαν. Κατέληξα σε ένα πράγμα: Κάποιοι «αόρατοι» συνήλθαν σε σύσκεψη και αποφάσισαν την «εκτέλεσή» μου.
Δέχτηκα τη μοίρα μου. Φθάνοντας στο σπίτι μου, πριν χτυπήσω το κουδούνι, πήρα μια βαθιά ανάσα. Μου άνοιξε η γυναίκα μου.
-Άνθρωπέ μου, πως είσαι έτσι;
-Πως είμαι της είπα, χωρίς όρεξη.
-Τα χάλια σου έχεις. Μήπως είσαι άρρωστος;
-Όχι, αλλά όπου νάναι θα αρρωστήσω, με όσα μου συνέβησαν σήμερα. Και της είπα όσα τραγικά και απίστευτα μου συνέβησαν.
Στενοχωρήθηκε και αυτή. Είχαμε μαζί επενδύσει πάνω σε αυτή τη προσπάθεια, κάναμε όνειρα για κάτι καλύτερο. Τόσοι κόποι, τόσοι αγώνες φαίνονταν να πηγαίνουν χαμένοι.
Έπεσα πτώμα να κοιμηθώ, γιατί αύριο η μέρα θα ήταν πάλι κρίσιμη. Το τελευταίο χαρτί θα το έπαιζα αύριο. Βέβαια ότι και να συνέβαινε εγώ δεν θα τα παρατούσα. Είναι ο χαρακτήρας μου έτσι.
Θυμάμαι πως η επόμενη μέρα ήταν Τρίτη. Πήρα ένα ταξί και πήγα στον Τζιμάρα κάπου σε μια συνοικία της πόλης αντίθετα από εκεί που έμενα. Πλήρωσα το ταξί τετρακόσιες δραχμές. Μούρθε ταμπλάς. Σχεδόν δυο μεροκάματα.
Χτύπησα το κουδούνι ακριβώς στις δώδεκα. Μάλιστα περίμενα αρκετή ώρα απ’ έξω από το σπίτι του, μέχρι να πάει δώδεκα.
Μου άνοιξε βαρύς και ασήκωτος ο Τζιμάρας.
-Ο Ανέστης είσαι; Ναι του είπα. Με έστειλε ο Τραμπάκος να ακούσεις το..
-Ξέρω, ξέρω μου είπε κόβοντας τη φράση μου στη μέση. Πέρασε μέσα
-Ευχαριστώ
-Ένα λεπτό να πάρω το μπουζούκι μου. Έβαλε τη κασέτα στο μαγνητόφωνο, και πάτησε το πλέϊ. Άρχισε να παίζεται το πρώτο μου τραγούδι. Ο Τζιμάρας δεν είχε την παραμικρή δυσκολία να το παίζει ψάχνοντάς το στο όργανο.
-Πω-πω Θε μου ταλέντο πούχει αυτός ο μουσικός, είπα από μέσα μου, ξέροντας πως δεν ήξερε καθόλου νότες. Με έβγαλε από τη σκέψη μου ο Τζιμάρας.
-Που ήσουν ρε φίλε μου τόσο καιρό; Αδερφέ μου πολύ ωραίο τραγούδι. Απορώ γι’ αυτά που σου κάνανε. Δεν το καταλαβαίνω..
Άκουσε και το επόμενο.
-Εσύ έχεις μεγάλο ταλέντο φίλε μου, μου είπε με μάγκικο ύφος.
Εγώ δεν μίλησα, τι να πω;
Σήκωσε το ακουστικό και πήρε στο τηλέφωνο τον Τραμπάκο.
-Κύριε Τραμπάκο.. Περίφημος ο νεαρός. Τα τραγούδια του τέλεια. Μεγάλο ταλέντο.. Ναι μεγάλο ταλέντο.
Τον άκουγα και άρχιζα να αισιοδοξώ.
-Ναι ναι, όπως σου το λέω είναι, συνέχισε.
-Α, εντάξει θα στον στείλω από εκεί ..Πρόσεξέ τον.. Είναι σπουδαίος.. Ξέρω τι σου λέω εγώ, ξέρω.. Άντε γεια..
-Μου είπε ο Τραμπάκος να πας από εκεί τώρα.
Έφυγα αφού τον ευχαρίστησα για τη συμπεριφορά του και την εκτίμησή του.
Ασθμαίνοντας και με αγωνία ανέβηκα τις σκάλες της εταιρίας του Τραμπάκου. Τον βρήκα πάλι σκυμμένος να ψάχνει τα χαρτιά του.
-Ήρθα κύριε Τραμπάκο, του φώναξα χαρούμενα. Σας ακούω.
-Ναι. Είναι αλήθεια πως δικαιώθηκες.. Όμως εγώ δεν θέλω καμιά συνεργασία μαζί σου, γιατί είσαι γρουσούζης.
Έπεσα από τα σύννεφα με την απάντηση που μούδωσε. Πήγα να ψελλίσω κάτι, μα αστραπιαία αποφάσισα να μην πω τίποτα. Έκανα ένα βήμα μπροστά, όρθωσα το ανάστημά μου, και τον χαιρέτησα.
-Γεια σας κύριε Τραμπάκο. Θα σας θυμάμαι με αγάπη. Γεια σας.
Αυτό ήταν. Κατέβηκα αργά-αργά τις σκάλες του παλιού αρχοντικού και πήρα το δρόμο για να πάω για το σπίτι μου.
Έχασα έναν αγώνα ακόμη, από πρόστυχους αντιπάλους, μα η ψυχή μου είχε πλημμυρίσει από χαρά, αισιοδοξία.. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.
Τα τραγούδια μου στέκονται ακόμα στα ράφια της εταιρίας, και σιωπηλά κρατούν το μυστικό τους, την μεγάλη αδικία και τόσα άλλα.
Τώρα. Τι γίνανε οι πρωταγωνιστές; Ο Τραμπάκος πέθανε.. Δεν ξέρω πόσο ελαφρύς ήταν τη στιγμή που έφευγε η ψυχή του. Από μένα όμως ο Θεός να τον συγχωρέσει.
Οι άλλοι δεν ξέρω τι γίνανε. Κάμποσα χρόνια όμως είναι σίγουρο πως κάνανε τις λαδιές τους, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας κάποιους καλλιτέχνες. Μετά δεν ξέρω..
Τους φαντάζομαι σε κάποια συνωμοτική τους συνάντηση -αν ζουν-να διηγούνται αυτά που μου κάνανε και να γελάνε. Τόσο πορωμένοι ήταν.

Tuesday, August 23, 2011

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟ.

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟ.


Ήταν ένα πρωινό του Δεκέμβρη, πολύ κρύο. Ήμουνα μικρό παιδάκι, στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού. Όπως πάντα ξυπνούσα στις επτά το πρωί.
Είχα ετοιμάσει τη σάκα μου αποβραδίς, πήγα και πήρα σαν κοροΐδο που ήμουν αφού ο αδερφός μου δεν πήγαινε, το γάλα, το τυρί, το βούτυρο, αλλά και το κορνμπίφ από την Ούντρα και αφού τύλωσα την κοιλιά μου με αυτά, καθόμουν μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω για το σχολείο, στο τζάμι του παραθύρου του δωματίου μου και ρέμβαζα στο χιονισμένο τοπίο.
Έτσι από ψηλά όπως ήταν το σπίτι μου, είχα μια θέα απερίγραπτη, πανο-ραμική. Το χωριό έμοιαζε με μια πανέμορφη καρτ ποστάλ, σαν αυτές που βγά-ζουν οι διάσημοι φωτογράφοι στα χιονισμένα τοπία . Μου φαίνονταν, έτσι μικρό παιδάκι όπως ήμουν, πως όλα ήταν ντυμένα στα γιορτινά τους. Τα σπίτια, τα δέντρα, οι γύρω λόφοι, και την ηρεμία του τοπίου την διέκοπταν τα πουλάκια, που άλλα κάθονταν στα κλαράκια των δέντρων και κελαηδούσαν, άλλα έκοβαν κύκλους, αναζητώντας την τροφή τους, που από ότι φαινόταν ήταν πολύ δύσκολο να την βρουν τέτοια μέρα. Μια μουσική πανδαισία και μια κινητικότητα των ιπτάμενων φίλων μας, που μόνο η φύση προσφέρει.
Είχα μια αγωνία που δεν είδα να μου χτυπά το τζάμι μου ο καθημερινός, χειμωνιάτικος φίλος μου. Ένας πανέμορφος Καλογιάννος. Με τα κόκκινα, στα-χτιά, πρασινωπά και με πάρα πολλές ακόμη αποχρώσεις πούπουλά του , απαλά σαν βελούδο, την ροζ μυτούλα του, τα πανέμορφα χρωματιστά φτερά του και τα ροδαλά του αδύνατα σαν μίσχος ποδαράκια του. Κυριολεκτικά τον λάτρευα.
Στις οχτώ, άντε οχτώ και πέντε, έπρεπε να φύγω για το σχολείο και ήταν οχτώ παρά τέταρτο… και ακόμα, ο άτιμος… να φανεί. Άργησε ο αθεόφοβος στο ση-μερινό του ραντεβού. Καθόμουνα σε αναμμένα κάρβουνα και έβαζα χίλια δυο με το μυαλό μου, με πιο έντονη την υποψία μήπως και τον γράπωσε καμιά γάτα και τον έφαγε.
Μου είχε γίνει συνήθεια, δύο χρόνια τώρα και νόμιζα πως ήταν πάντα ο ίδιος Καλογιάννος που με επισκεπτόταν… και μάλλον ο ίδιος ήταν. Πως αλλιώς να το σκεφθώ; Μόλις χειμώνιαζε ερχότανε και με εύρισκε. Να τον περιμένω κάθε πρωί, πίσω από το τζάμι του παραθύρου του δωματίου μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ξαφνικά, περίπου στις οχτώ παρά δέκα, τσακ, κα-τέφθασε, σεινάμενος και κουνάμενος... και τιτιβίζοντας.. και αμέσως μου χτύπη-σε με την μυτίτσα του το τζάμι. Σαν να μου έλεγε.
-Ε, εδώ είμαι. Δεν σε ξέχασα. Φαινόταν πολύ χαρούμενος και ήταν σε μεγά-λα κέφια.
Αμέσως εγώ του άνοιξα… κι αυτός… δήθεν φοβισμένος, πέταξε λίγα μέτρα πιο πέρα, στην μισοανθισμένη αμυγδαλιά, για να με κάνει -ποιος ξέρει- να αγω-νιώ;
Μετά, κάνοντας μερικά κόλπα ιπτάμενος και σπαθίζοντας τον αγέρα για λίγο ακόμα, μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
Το συνήθιζε κάθε μέρα αυτό, δηλαδή έκανε πως ήθελε να μπει, πετούσε εδώ κι εκεί και μετά εφορμούσε μέσα στο δωμάτιο, όπου και καθότανε πάνω στο γραφείο μου, λες και ήταν δικό του.
Έτσι έκανε και σήμερα. Ένα τόσο δα μικρό πουλάκι να κάνει τόσες ενέργει-ες; Ούτε άνθρωπος να ήταν.
Τι γραφείο δηλαδή, ένα στρογγυλό τραπέζι σιδερένιο ήταν, από εκείνα που είχαν τα καφενεία παλιά. Κάπου το βρήκε ο πατέρας μου και μου το έφερε και εκεί πάνω διάβαζα, έγραφα, ζωγράφιζα και έκανα διάφορες παιδικές σαχλαμαρί-τσες.
Μου άρεσε να ζωγραφίζω βουναλάκια, πουλάκια να πετούν, κλαδιά ανθι-σμένων δένδρων, σπιτάκια και παιδιά να παίζουν. Και ένα σωρό άλλα. Ώρες ολό-κληρες ζωγράφιζα, μέχρι να έρθει η μάνα μου να με ταρακουνήσει και να πιάσω τα βιβλία μου και να αρχίσω να διαβάζω. Αν και δεν διάβαζα και πολύ. Η δασκάλα μου έλεγε στους γονείς πως είμαι «σπίρτο». Και η αλήθεια είναι πως πολλά τα μάθαινα από την παράδοση.. στο σχολείο.
Πήγα λοιπόν σιγά, σιγά προς το τραπεζάκι και ο Καλογιάννος κάνοντάς μου κόγκσες και τιτιβίσματα, τελικά δέχτηκε να τον βάλω στην παλάμη μου, όπως κάθε μέρα το συνήθιζα και το συνήθιζε και αυτός. Του είχα γίνει ο απαραίτητος φίλος. Στην τσέπη μου είχα λίγα ψίχουλα και με το αριστερό μου χέρι τα έβγαλα, όσα έπιασα με τα δάχτυλά μου, και τα έβαλα πάνω στο τραπέζι.
Αυτός αστραπή, πήδηξε από το χέρι μου και άρχισε να τσιμπά με λαιμαργία, ευχαριστημένος τα ψίχουλα, ρίχνοντάς μου ματιές, σαν να μου έλεγε σε ευχαριστώ Γιάννο μου. Έτσι το καταλάβαινα εγώ τότε.
Μόλις τέλειωσε και πριν προλάβει να την κοπανήσει, τον άδραξα με το χέρι μου και κρατώντας τον απαλά στη χούφτα μου, τον πήγα γοργά, γοργά στην μάνα μου.
-Μαμά, ο φίλος μου ο Καλογιάννος, της είπα πετώντας από χαρά, που τον κρατούσα στα χέρια μου. Ο φίλος μου ο Καλογιάννος, επανέλαβα. Αν δεν με δει κάθε μέρα μαμά δεν γίνεται, θα σκάσει.
-Αν και σήμερα άργησε λίγο ο άτιμος. Που λες να ήτανε μαμά;
-Μπορεί ο χιονιάς να τον έκλεισε στην φωλιά του, είπε η μάνα μου. Μπορεί να ταΐζε τα παιδάκια του. Γιατί και τα πουλάκια έχουν παιδάκια Γιάννο μου.. και ξέρεις ε! και οι δυο γονείς τα ταΐζουν. Τα πουλάκια Γιάννο μου είναι πολύ καλοί γονείς.
-Τι μαμά; έχει παιδάκια; Μα κι αυτός σαν παιδάκι είναι, είναι πολύ μικρός.
-Ε, μικρό πουλάκι είναι, είπε η μάνα μου. Αλλά είδες πόσο καλλικέλαδος είναι; Ούτε μεγάλος καλλιτέχνης να ήτανε. Είδες πως τα κάνει όλα ωραία ο Θεός Γιάννο μου;
-Ναι μαμά. Εγώ μαμά τον αγαπώ πολύ. Άμα μου λείψει πολύ θα στενοχω-ρηθώ. Μόνο που το σκέφτομαι μου έρχεται να κλάψω.
-Γιάννο μου… μικρό πουλάκι είναι.. από χίλιους κινδύνους μπορεί να χαθεί. Κινδυνεύει από τις γάτες, από τις σφενδόνες των κακών παιδιών, από άλλα αρπακτικά πουλιά, από τον χιονιά και διάφορα άλλα. Στα λέω αυτά για να σε προετοιμάσω Γιάννο μου, γιατί μπορεί να χαθεί απότομα και φοβάμαι μη και στενοχωρηθείς πολύ. Έτσι είναι η ζωή, όλων των ζωντανών Γιάννο μου. Έρχονται και «φεύγουν», είπε η μαμά μου.
-Να τον κρατήσω μέσα στο σπίτι μας μαμά; Να’ ναι πιο εξασφαλισμένος από τους εχθρούς του;
-Όχι γιε μου. Ο Καλογιάννος δεν σκλαβώνεται. Θα πεθάνει γρήγορα. Ά-στον να πάει στο καλό του. Το κάθε ζωντανό έχει την τύχη του. Μπορεί να είναι τυχερός και να τον έχεις εδώ και του χρόνου, είπε τελειώνοντας η μαμά μου.
-Μαμά, έχω μια απορία όμως. Γιατί με αγαπά τόσο πολύ και στέκεται να τον πιάσω;
-Επειδή ξέρει πως τον αγαπάς πολύ Γιάννο μου, είπε εκείνη. Όμως οι άν-θρωποι λένε πως οι καλές οι ψυχές των πεθαμένων ανθρώπων μεταμορφώνονται σε πουλάκια.
-Μπορεί να ναι η ψυχούλα του παππού σου αυτός ο Καλογιάννος. Που σε αγαπούσε τόσο πολύ. Τον θυμάσαι Γιάννο μου τον παππού σου;
-Ναι λίγο μαμά.. τον θυμάμαι που μου έφερνε καραμέλες. Ένας ψηλός γέ-ρος με μουστάκια και άσπρα μαλλιά δεν ήταν;
-Ναι… και πολύ καλός άνθρωπος, είπε η μαμά μου. Πολύς κόσμος έφαγε ψωμί από τα χέρια του. Θεός σχωρέσ’ τον, που τον θυμήθηκα τώρα.
-Θυμάμαι και κάτι άλλο μαμά. Που μου ‘λεγε παραμύθια. Αλλά δεν θυμά-μαι να σου τα πω.
-Ήσουν μικρούλης Γιάννο μου, πως να θυμάσαι; Έλα, άφησε τον Καλο-γιάννο τώρα να φύγει και πήγαινε στο σχολείο σου… Και πρόσεχε μην γλιστρή-σεις στο χιόνι… και έχουμε νταβαντούρια.
-Θα προσέχω μαμά. Θα προσέχω, της είπα διστακτικά, σαν να μην ήθελα να φύγω για το σχολείο.


Άνοιξα την πόρτα και τον άφησα ελεύθερο.. Να πετάξει. Αυτός έκανε μερι-κούς κύκλους και ξαναγύρισε στο χέρι μου. Του καλάρεσε που τον περιποιόμου-να και ίσως καταλάβαινε και πως τον αγαπούσα. Μετά.. ξαναπέταξε κι αυτή τη φορά απομακρύνθηκε, μέσα στα χιονισμένα δέντρα. Κάθισε πάνω σε ένα κλα-δάκι και άρχισε το τραγούδι του.
Ειλικρινά δεν ήθελα να πάω σχολείο και να κάθομαι να τον ακούω… τόσο όμορφα κελαηδούσε. Πίστευα πως για μένα έδινε τα ρέστα του, για μένα έδινε αυτό το ρεσιτάλ. Είχε μάλιστα στραμμένο το μάτι του προς το μέρος μου και με κοίταζε επίμονα. Τι άλλο ήθελε να μου πει; ότι τραγουδούσε για μένα. Εγώ ό-μως δεν είχα καιρό για χάσιμο και έφυγα αστραπή για το σχολείο, αφήνοντας τον καλό μου φίλο να τραγουδά ευτυχισμένος.
Στο σχολείο η κυρία μας, μας έβαλε μια έκθεση. Ο τίτλος της ήταν.. «Για τον καλύτερό μου φίλο».
Εγώ έγραψα για τον Καλογιάννο. Τον ζωγράφισα κιόλας, να κελαηδάει πά-νω σε ένα ανθισμένο κλαδάκι αμυγδαλιάς. Όπως τον είδα να κάθεται και να κε-λαηδεί, πριν λίγη ώρα…
Ζωγράφιζα πάρα πολύ όμορφα. Ο πατέρας μου έλεγε πως άμα μεγάλωνα θα πήγαινα στη Σχολή Καλών Τεχνών, να γίνω ζωγράφος.. και όποιος με ρω-τούσε τι θα γίνω άμα μεγαλώσω, αυτό έλεγα και εγώ. Ζωγράφος θα γίνω… έλε-γα με στόμφο.
Η δασκάλα μου μόλις τελειώσαμε όλα τα παιδιά την έκθεση, πήρε το τετράδιο μου και άρχισε να διαβάζει αργά, αργά και με απαλή φωνή την έκθεσή μου.
Όπως πάντα άρχιζε από εμένα. Μάλλον της άρεσαν οι εκθέσεις μου.
Εγώ έγραψα ότι καλύτερο αισθανόμουν για τον Καλογιάννο μου. Καλογιάν-νο μου, γιατί τον θεωρούσα δικό μου φίλο. Έβαλα όλες τις εικόνες που έζησα μαζί του στο χαρτί με τα πιο όμορφα λόγια που μπορούσα. Όταν τελείωσε η κυρία μου, γύρισε και μου είπε.
-Πάντα φαντασιόπληκτος είσαι Γιάννη, αλλά είναι πανέμορφη η έκθεσή σου.
-Όχι κυρία, αλήθεια γράφω. Κάθε πρωί έχω στο σπίτι μου έναν Καλογιάννο. Είναι φίλος μου. Δυο χρόνια τώρα, κάθε χειμώνα έρχεται και με βρίσκει. Τον πιάνω στα χέρια μου κυρία. Αλήθεια λέω, επανέλαβα σαν να αισθανόμουνα προσβεβλημένος που δεν με πίστευε.
-Άσε τα ψέματα Γιάννη, είπε χαμογελώντας με νόημα η κυρία μου.
-Ρώτα και τη μαμά μου κυρία, της είπα με παράπονο. Κάθε πρωί έχουμε έ-ναν τέτοιο επισκέπτη στο σπίτι μας.
-Φοβάμαι όμως μην τον χάσω, γύρισα και της είπα σοβαρά. Άμα πεθάνει; Τι θα κάνω;
-Θα βρεις άλλο Καλογιάννο Γιάννη. Έχεις μεγάλη φαντασία Γιάννη.
Αυτή ήταν κολλημένη με την φαντασία μου, ενώ εγώ της έλεγα την αλήθεια. Πώς να με πιστέψει όμως; Ήταν συνηθισμένο πράγμα κάποιος να πιάνει έναν Καλογιάννο στα χέρια του; Να τον ταΐζει να παίζει κα να μιλά μαζί του;
Δεν μπορούσε να πιστέψει η δασκάλα μου αυτό που συνέβαινε. Της είπα να βρει την μάνα μου και αυτή να της πει την αλήθεια.
Πράγματι, σε μια γιορτή η δασκάλα μου και η μαμά μου συναντήθηκαν.
-Κυρία Ιουλία, της είπε.. λέει την αλήθεια ο Γιάννος μου για το πουλάκι.. για τον Καλογιάννο. Κάθε πρωί έρχεται στο σπίτι μας. Τον πιάνει με τα χέρια του, ο Γιάννος μου, και τον διώχνει.. και αυτός.. δεν θέλει να φύγει.
-Σοβαρά κυρία Κωνσταντία; της είπε εκείνη. Και δεν το πιστεύω.. το κου-τσουνάκι μου.
-Είναι σίγουρο αυτό που σου λέω. Να έλα στις επτάμιση αύριο το πρωί στο σπίτι μας… και θα δεις με τα ίδια σου τα μάτια τι ακριβώς συμβαίνει. Έλα να πιούμε έναν καφέ και ο Γιάννος θα τον φέρει.. Είμαι εντελώς σίγουρη γι’ αυτό. Θα έρθεις;
-Θα έρθω. Είναι περίεργη να δω, τι ακριβώς συμβαίνει, είπε η δασκάλα μου.
Πράγματι την άλλη μέρα μόλις γύρισα από την Ούντρα κρατώντας το γάλα και όλα τα λοιπά φαγώσιμα, βρήκα την κυρία μου στην κουζίνα να πίνει καφέ με τη μαμά μου.
Εγώ είπα «καλημέρα» και πήγα καταλαβαίνοντας γιατί ήρθε η δασκάλα μου αλλά και από καθημερινή συνήθεια να ταΐζω τον Καλογιάννο μου λίγο πριν φύγω για το σχολείο και την έστησα στο τζάμι του δωματίου μου.
Πίστευα πως ο φίλος μου, δεν θα με προδώσει και πως θα είναι παρών στο καθημερινό μας ραντεβού. Σε λίγο πράγματι, ο Καλογιάννος μου, χαρούμενος και πεταχτός, προσγειώθηκε στο πρεβάζι του παραθυριού.
Λες και τόξερε πως δε έπρεπε να αργήσει, για να αποδείξω την αλήθεια στην δασκάλα μου. Ούτε λεπτό δεν άργησε σήμερα. Να μην της περάσει από το μυαλό πως έγραφα ψέματα στην έκθεσή μου και πως είχα δίκιο που επέμεινα να της λέω πως τον πιάνω κάθε πρωί τον Καλογιάννο μου στα χέρια μου. Και του άνοιξα και που με το μπήκε μέσα έφαγε όπως πάντα και σχεδόν θριαμβευτικά πήδηξε στη χούφτα μου. Εγώ κρατώντας τον απαλά και σχεδόν τρέχοντας, τον πήγα και τον έδειξα στη δασκάλα μου. Εκείνη αιφνιδιασμένη από αυτό που έβλε-πε, γύρισε προς την μάνα μου και της είπε.
-Ακόμα και που το βλέπω, δεν το πιστεύω, κυρία Κωνσταντία μου, είπε κεραυνοβολημένη. Πω, πω, τι όμορφο που είναι.
-Σου είπα κυρία, πως εγώ δε λέω ποτέ ψέματα. Της φώναξα θριαμβευτικά. Μόνο άμα πρόκειται να φάω ξύλο, σου λέω ψέματα, της είπα με παιδική αφέλει-α.
-Τι να πω, τι να πω Γιάννο μου; Από εδώ και πέρα στα περισσότερα που θα μου λες, θα σε πιστεύω. Όχι όλα, γιατί όλο και κάποιο ψεματάκι θα μου λες, είπε γεμάτη χαρά. Μεγάλη η χάρη σου Θε μου, είπε τελειώνοντας και θεωρώντας θαύμα αυτό που γινότανε κάθε μέρα σε μένα.
Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, πολλές φορές φέρνω στο μυαλό μου τον αγαπημένο φτερωτό μου φίλο των παιδικών μου χρόνων. Τον Καλογιάννο μου. Και ακόμα χαίρομαι για όσα έζησα μαζί του. Τι καλύτερη ανάμνηση από την παι-δική μου ζωή;

Γιάννης Ανδρεόπουλος

Thursday, September 11, 2008

Το τελευταίο αγνάντεμα..



Ο Νικόλας ο Τραμουντάνας για πολλοστή φορά ξύπνησε -μήπως και κοιμότανε και καθόλου- στις πέντε το πρωί, όπως κάθε μέρα εδώ και δύο χρόνια. Παλιότερα ξυπνούσε ακόμα πιο νωρίς, για να ετοιμάσει τα απαραίτητα για την κα­θημερινή του περιπέτεια στο πέλαγος, το ψάρεμα, που ήταν η εργασία του, ο αγώνας για τον επιούσιο και… που πότε γυρνούσε με το καΐκι του γεμάτο με ψάρια και πότε δεν είχε ούτε λέπι πάνω σ’ αυτό.
Συνήθιζε να λέει συχνά:
Του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είναι άδειο και μια γεμάτο. Αλλά καθώς έχασε τον μονάκριβο γιο του, τον Ηρακλή, που έκανε το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα του, αλλά και που ήταν εξίσου τολμηρός με τον ίδιο και αυτός με την θάλασσα, ψιλοσάλεψε και έβγαινε πρωί, πρωί κάθε μέρα στον μόλο, εκεί που έδενε σαν ερχότανε , το καΐκι του ο Ηρακλής, να περιμένει μέχρι τις δέκα-έντεκα το πρωί μήπως και φανεί να ’ρχεται καμαρω­τός, καμαρωτός και τραγουδώντας, όπως πάντα, είτε είχε πιάσει ψάρια, είτε όχι, από το πέλαγος.
-Αχ βρε Ηρακλή, μου την έφτιαξες τη δουλειά. Θα με φάει ο καημός σου, έλεγε κάθε μέρα που μάταια περίμενε στο μόλο να φανεί.
-Εγώ σου είχα πει να σπουδάσεις. Μπορούσα να σε βοηθήσω γι’ ­αυτό, αλλά εσύ τίποτα, ερωτεύτηκες την ρημάδα τη θάλασσα και κάθε φορά που σου έκανα λόγο για σπουδές, γύριζαν ανάποδα τα μάτια σου από τον θυμό σου, κι εγώ ο δόλιος, έκανα τουμπεκί, μήπως και σε στενοχωρήσω.
-Αν με άκουγες τότε, θα ήσουνα τώρα ζω­ντανός Ηρακλή, θα ήσουν ο δάσκαλος του χωριού. Άει ρε Ηρακλή τι μου έκανες, έλεγε και ξανάλεγε.
Έτσι και σήμερα έπιασε το γνωστό του στέκι στο μόλο και αγνάντευε την θάλασσα. Και σαν πέρασε η ώρα για άλλη μια φορά απογοητευμένος σηκώθηκε για να γυρίσει στο σπίτι του.
Ίσιαξε το ναυτικό καπελάκι του, το ίδιο που φορούσε για καμιά εικοσαριά χρόνια, και σιγά, σιγά, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ένα χιλιόμετρο δρόμου, το έκανε κοντά μια ώρα για να το περπατήσει. Είχε μια βαριά πάθηση στα πόδια και πονούσε φοβερά. Τόσο που τις περισσότερες φορές έπιανε μιαν ακρούλα και έκλαιγε για αρκετή ώρα. Και σαν έπεφτε για ύπνο; Ε! τότε ο πόνος γινόταν ανυπόφορος.
Μόνο σαν ήταν όρθιος σταματούσε κάπως ο πόνος. Μα σαν έπαιρνε δρόμο, στα τριάντα μέτρα το πολύ, τα μάτια του πεταγόντουσαν έξω από τον πόνο. Ξάπλωνε όπου και να ήταν για πέντε, δέκα λεπτά μέχρι να καλμάρει λίγο και μετά ξανά άρχιζε να περπατά.
Έλεγε: «αυτός δεν είναι πόνος, είναι σαν να σε καίνε και να σε κόβουν και με κοφτερό μαχαίρι και να σου ρίχνουν κι αλάτι πάνω στην πληγή.
Μια περιγραφή που οι γιατροί την άκουγαν και τρέμανε για τους ασθενείς τους, για την τυραννία τους δηλαδή, που είχαν τέτοια πάθηση. Σπάνια βέβαια , αλλά άμα έπιανε κάποιον, ήταν για λύπηση. Και είχε βρει ο Νικόλας αυτό τον χαρακτη­ριστικό τρόπο για να περιγράφει τον πόνο που τράβαγε από την πάθησή του.
Όμως ο Νικόλας, έσφιγγε τα δόντια και προχώραγε. Και αν δεν του είχε συμβεί ο τραγικός χαμός του παιδιού του, θα ήταν καλά, γιατί τον πόνο των ποδιών του τον άντεχε, του Ηρακλή όμως, όχι.
Η κυρά Στα­θούλα, η γυναίκα του, από τον καιρό που χάθηκε ο μοναχογιός της, η ψυχή της όπως τον έλεγε, ήταν πνιγμένη στα μαύρα. Σχεδόν μαύρο ήταν και το σώμα της. Και στο κεφάλι της είχε ένα τσεμπέρι κατάμαυρο και κάτω από αυτό τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα, σαν το βαμβάκι.
Πριν δύο χρόνια, είχε κατά­μαυρα μαλλιά, μα ο καημός της για τον χαμό του Ηρακλή, της τα άσπρισε. Έχασε και τη λάμψη, και την αρχοντική εμφάνιση, που είχε μέχρι τότε στο πρόσωπό της. Στα νιάτα της, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, μα και στα πενήντα της, όταν χάθηκε ο Ηρακλής, κράταγε πολλά στοιχεία της ομορφιάς της, των νεανικών της χρόνων.
Τώρα είχε γίνει σαν μούμια. Και αυτό μέσα σε δυο χρόνια. Καθώς χά­θηκε ο γιος της δεν ξαναγέλασε το χειλάκι της, ούτε μια φορά. Κυκλοφορούσε με σφιγμένα τα δόντια, έτσι που το πρόσωπό της και από αυτό το λόγο στραπατσαρίστηκε. Ξερό και κολλημένο το δέρμα πάνω στα κόκαλα, που λίγο ακόμα ήθελαν να απογυμνωθούν. Και μια καμπούρα στην πλάτη συμπλήρωνε το σκηνικό. Έτσι την κατάντησε η στενοχώρια της για τον Ηρακλή.
Γύρω στις ένδεκα και κάτι κάθε μέρα, ξέροντας πως κάπου εκεί θα γύριζε ο Νικόλας στο σπίτι, την έστηνε στο παράθυρο της τζαμαρίας και με υπομονή έβλεπε τον Νικόλα να έρχεται αργά, αλλά και κουτσαίνοντας, προς το σπίτι. Τον λυπότανε περισσότερο και από τον εαυτό της, τον καημένο.
-Αχ πως κατάντησες βρε Νικόλα, έλεγε και της έφευγε ένας αναστεναγμός. Κι ένα δάκρυ καυτό κυλούσε από τα μάτια της. Σχεδόν κάθε μέρα επαναλαμβανότανε η ίδια σκηνή.
Έτσι και σήμερα τον είδε να ’ρχεται. Να σταματά, να κοιτάζει γύρω του, ακουμπώντας στους φράχτες των λιγοστών σπιτιών του ερημικού δρομίσκου. Καταλάβαινε το βάσανό του. Την τυραννία του. Και μετά από κάμποση ώρα σαν έφθασε:
-Ήρθες Νικόλα μου; του είπε. Τίποτα ε;.
Είχε βαθειά της μια ελπίδα, μάταιη βέβαια, μήπως και φανεί ο Ηρακλής. Έτσι είναι όλοι οι χαροκαμένοι γονείς. Δεν θέλουν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε.
-Τίποτα. Αλλά, δεν ξέρεις. Είπε εκείνος αφήνοντάς της ζωντανή την ελπίδα. Εγώ κάθε μέρα, εκεί θάμαι. Να τον περιμένω.
Ένα δάκρυ έπεσε από τα μάτια του. Σφίχτηκε μήπως και το σταματήσει, μα εκείνο κύλησε. Το σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του κάνοντας τον αδιάφορο και για να μη δώσει αιτία στην κυρά του και αρχίσει τα κλάματα. Και συνέχισε..
-Κι’ εκεί θα με βρει ο χάρος Σταθούλα. Να πάω κοντά του. Να τον φιλήσω, να τον ακουμπήσω και να του πω:
-Γιατί ρε Ηρακλή μου το έκανες αυτό; Γιατί παιδί μου δεν με άκουσες;
Η κυρά Σταθούλα τον άκουγε και δεν έβγαζε μιλιά. Ούτε και αυτό ήθελε να το πιστέψει, δηλαδή πως αγναντεύοντας το πέλαγος θα φύγει η ψυχή του Νικόλα της κάποια στιγμή.
Στη σκέψη αυτή κοκάλωνε.
Είχε συνηθίσει να τραβάνε μαζί το βάσανο που τους βρήκε.
-Κι εγώ τι θα κάνω τότε Νικόλα; του είπε. Δεν μου φτάνει ο καημός του γιου μας; Να ’χω και τον δικός σου;
-Δεν είπα πως θα φύγω σήμερα.. Σταθούλα, είπε ο Νικόλας για να την παρηγορήσει. Κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό. Και κανείς δεν ξέρει το πότε…
-Όχι, ποτέ δε θα σε αφήσω να πεθάνεις, έλεγε η κυρά Σταθούλα, φω­νάζοντας δυνατά, πολύ δυνατά. Εγώ πρώτη θα πάω κοντά στο γιο μου. Εγώ τον γέννησα κι εγώ το δικαιούμαι να πάω μαζί του.
Μάλωναν λες και ήτανε στο χέρι τους να το κανονίσουν ποιος θα πεθάνει πρώτος.
-Καλά, καλά, ας μη μαλώνουμε γι’ αυτό. Ό,τι θέλει, ό,τι θέλει ο Θεός, θα γίνει. Ο Θεός μας πήρε τον Ηρακλή, ο Θεός θα πάρει όποιον θέλει από μας πρώτο.
Σακί φαρμάκι γίνανε και οι δυο. Η ώρα έφτασε δώδεκα και βάλε, και κάθισαν να φάνε μια χαψιά ψωμί με λίγο τυρί και μια ντομάτα. Τα είχε φέρει από πριν η κυρά Σταθούλα και τα είχε απιθώσει πάνω στο τραπεζάκι της τζαμαρίας.
Εκεί καθόντουσαν για να φάνε.
Το φαγητό τους δεν ήταν λιτό από ανέχεια, γιατί ο Νικόλας έπαιρνε καλή σύνταξη. Απλά δεν είχανε καμιά όρεξη να φάνε κάτι καλύτερο. Λες και θέλανε να παιδέψουν τον εαυτό τους, να πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα.
Που να κατεβεί όμως η μπουκιά; Με τα χίλια ζόρια έφαγε ο Νικόλας την μισή ντομάτα, μα η κυρά Σταθούλα… ούτε που τα ακούμπησε. Μόνο λίγο δροσερό νερό ήπιε να ξεκολλήσει λίγο η γλώσσα της, σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε να πάει στο στρώμα της για να ακουμπήσει λίγο το βασανισμένο της κορμί.
Ο Νικόλας έμεινε στον καναπέ που ήταν στη τζαμαρία, με το χέρι του γροθιά να κρατά το πιγούνι του, κοιτώντας με απλανές βλέμμα τη θάλασσα, την κακούργα αγαπημένη του, όπως την έλεγε.
Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Και έτσι τον πήρε ο ύπνος.
Σε δυο ώρες περίπου η κυρά Σταθούλα, τον βρήκε ακουμπισμένο στον καναπέ με ανοιχτά τα μάτια κι ένα χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό του, σα να έζησε κάποιο ευτυχισμένο γεγονός. Ήταν σαν να κοιμότανε με ανοιχτά τα μάτια. Έτσι της φάνηκε.
Η κυρά Σταθούλα τον σκούντησε ελαφρά. Μετά πιο δυνατά, πιο δυνατά, μα ο Νικόλας δεν αποκρινότανε. Κατάλαβε πως είχε πεθάνει. Ευτυχισμένος και ήταν τόσο γελαστός; Αντίκρισε την ώρα που έβγαινε η ψυχή του τον αγαπημένο του Ηρακλή; Ήταν χαρούμενος που πρώτος θα πήγαινε κοντά του;
Κανείς δεν το ξέρει μα και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει αυτό.
Με το χαμόγελο στα χείλη που του έμεινε με τον θάνατό του, τον έθαψαν την άλλη μέρα οι συγ­χωριανοί του και είχαν να το λένε, πως αυτός ο άνθρωπος που τα τελευταία χρόνια του τα έφαγε με θλίψη και με πόνο, έφυγε με το γέλιο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Πέθανε χαρούμενος, πέθανε ευτυχισμένος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Tuesday, July 22, 2008

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ και άλλα ποιήματα

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ και άλλα ποιήματα


ΥΠΑΡΧΩ

Τα τραίνα της σιωπής πέρασαν.
Ξεχάστηκα αγναντεύοντας την ανατολή.
Μια σφήκα που με τσίμπησε στό χέρι,
μου 'δωσε να καταλάβω πως υπάρχω.
Κεντρί πόνου, κεντρί αισιοδοξίας.
Πόνος και χαρά ανάμικτα..
Υπάρχω… Ζήτω!



ΠΟΣΟ ΜΟΝΟΣ ΕΙΜΑΙ!

Πόσο μόνος είμαι!
Κανείς δεν ακούει την κραυγή μου,
την καρδιά μου που τρέχει σαν τραίνο.
Πόσο μόνος είμαι!
Εγώ που μοίρασα τη αγάπη μου δίκαια,
που έγραψα για όλους ένα καλό λόγο,
που ανίχνευσα την άνοιξη στις καρδιές τους.
Σκληροί, ανελέητοι, αδιάφοροι,
μου καρφώνουν όλοι τους ανεξαίρετα,
τους ήλους, στα ρημαγμένα χέρια μου...




ΓΑΛΑΖΙΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Γαλάζια αισιοδοξία.
Ο ουρανός καθρεπτίζεται
στην ατέλειωτη έλλειψη των ματιών σου.
Χάνονται μέσα τους τα σημεία των καιρών,
σαν πιθανή απόδοση των κόπων σου.
Περιμετρική, αδιόρατη ζωγραφιά,
σπαθίζει περιστασιακά
στις ανταύγειες των ακαθόριστων χρωμάτων.
Ένας ολόκληρος κόσμος
λυγίζει στο βάρος των ολόλευκων πύργων.





ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ

Ησυχία.. Αίσθηση ανυπαρξίας.
Το χάνομαι σε όλους τους χρόνους.
Μυστήριο.
Ανάμικτη περιέργεια και αναλυτικές δομές
στο ανύπαρκτο αποτέλεσμα.
Ταλάντωση.
Αμφίβολη σταθερότητα στην συχνότητα των κύκλων.
Αμηχανία.
Αμφισβήτηση της ύπαρξης των γερασμένων επιθυμιών.
Τελική κατεύθυνση το σημείο επαφής.





ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ

Τα συρτάρια γεμάτα με πίκρες του καλοκαιριού
και αρώματα των χαμένων επιθυμιών.
Ο καθρέπτης στυγνός εγκληματίας,
στέκει με την ψυχρότητα ιατροδικαστή,
για να θυμίζει τα απροσδόκητα σημεία των καιρών σου.
Αδύναμη η φλόγα του καντηλιού,
αποδίδει όλη της την δύναμη,
στην αμφίβολη τελευταία αναλαμπή της.



ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ

Τραγωδία.
Μάτωσε ο ήλιος σήμερα.
Βάφτηκαν ροζ τα δέντρα της γης μου.
Ξεσκέπαστος βάλθηκα να κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια,
τους ανύπαρκτους φόβους μου.
Άφησα το κορμί μου,
στην ανάρμοστη φροντίδα των εχθρών μου,
με ένα χαμόγελο σβησμένο, ανικανοποίητο




ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δεν είναι πήλινα τα πόδια μου.
Δεν κρατώ την βακτηρία για να στέκω όρθιος.
Αντιστέκομαι στην ψεύτικη αίσθηση της ύπαρξής μου
με χέρια και με δόντια.
Κρατώ την ανυποψίαστη επέλαση των δεινών μου.




ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΨΕΜΑΤΑ

Δεν είναι ανήλιαγα τα σοκάκια της καρδιάς σου.
Απλά είναι γεμάτα σκιερές ρουτίνες.
Δεν είναι ασημένια τα μαλλιά σου.
Απλά πήρανε χρώμα από τις άνοιξες που πέρασαν.
Δεν είναι μαραμένη η ματιά σου.
Απλά απόκτησε το θάμπωμα
από την αέναη εκτυφλωτική λάμψη της.
Είναι όλα ψέματα,
γιατί η αλήθεια είναι ότι υπάρχεις...





ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δεν περίμενα να χάσω το παιχνίδι..
έγινε, και τέλος; Οχι
Θα πατήσω στη πρώτη πατημασιά το πέλμα,
και θα στεριώσω αντίθετα στoν άνεμο,
θ' αρχίσω να τραγουδώ ολόιδια τα τραγούδια
που ξέρω,
και θα περιμένω με γυμνά τα στήθια
την αμείλικτη πραγματικότητα.
Θα την κρατήσω με δόντια και με χέρια,
και θ' αφήσω την κραυγή μου,
παίρνοντάς την μαζί μου,
στο ατέλειωτο ταξίδι της αιωνιότητας.




ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Θα σε περιμένω να με δεις ξαπλωμένο στο χώμα
μ' απλωμένα τα στήθια στον ήλιο,
και τα μαλλιά ν' ανεμίζουν
στο πέλαο της δυστυχίας μου.
Τότε θα μετρήσουμε τα συν και τα πλην
της ανθρώπινης ματαιοπονίας μας.
Θα' ναι το τελευταίο ραντεβού πριν από το θάνατο




ΤΑ ΩΧ ΚΑΙ ΑΧ!

Δεν έχουμε ελπίδα, έχει ακουμπήσει το κεφάλι
μας στο χώμα.
Δεν υπάρχουν αράδες να διαβάσουμε,
έχουν μείνει κάτι ωχ και αχ.
Σε τελευταία ανάλυση,
γίναμε φυτά χωρίς χρώμα,
χωρίς δροσιά,
καπνισμένα δέντρα χωρίς κλωνάρια και ικμάδα.
Είμαστε ξαπλωμένοι ανάσκελα
και κοιτάμε τον ουρανό… με ορθάνοιχτα μάτια.




ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ

Μόνο ΄γω ξέρω πόσο μ' αδικήσατε.
Μόνο 'γω ξέρω πως δεν ξέρετε πρόσθεση,
μόνο αφαίρεση ξέρετε...
Αποτέλεσμα !
"πεπλατυσμένα οπίσθια",
εξέχουσα στρογγυλή σαν αερόστατο κοιλιά,
μασέλες τετράγωνες με δόντια σαν τσαπιά.
Τεράστια τρωκτικά, τρώτε τη δόξα
μέχρι που να σκάσετε.
Δεν αφήσατε για μένα ούτε μία μπουκιά,
όμως,
γεμίζω εγώ την καρδιά μου μ' αγάπη,
την ματιά με ομορφιές,
το στόμα μ' ένα τραγούδι μελωδικό,
το μυαλό με σκέψεις "ανθρώπινες",
που γράφω στο βιβλίο
που θα πάρω μαζί μου.



ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Με ξύπνησαν κάτι θόρυβοι πρωινοί
των παλαιών ανιχνεύσεων.
Κατευθύνθηκα στην κακοτράχαλη ακτή,
και μάζευα μαργαρίτες
μες στην καυτή βροχή των αναμνήσεων.
Όμως, περιμένω από αύριο,
ήλιος μεγάλος να 'βγει, φωτεινός,
να με πνίξει στο φως του,
να με νανουρίσει κάτω απ΄ τον ίσκιο
του δροσερού μου δένδρου,
και μία αετονύχισσα κοπελιά
να μου βάλει το γαρύφαλλο στο πέτο,
να με πνίξει με τ' άρωμα του κορμιού της,
να τα 'χω συντροφιά στο χαρούμενο ταξίδι μου.



Η ΛΕΥΚΑ

Η λεύκα στον κήπο μου
σπαθίζει τ' ουρανού τα ντέρτια.
Έτοιμα τα δάκρυα της νύχτας
να κυλήσουν στις ξαφνικές
αναπολήσεις.
Τους χτύπους της καρδιάς σου
προσπαθώ ν' ανιχνεύσω,
μέσα απ' το γαλάζιο του ματιού σου.
Τους ψάχνω, μα τίποτα!.




Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Μετράω τις ώρες που στενόχωρα περνούν,
ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι,
σφυρίζοντας το μονότονο τραγούδι μου,
βγάζοντας μια, μια τις νότες
από το πηγάδι των αναμνήσεων.
Στο βάθος ένας ήλιος κόκκινος σαν αίμα,
στέκει σκεπτικός,
κουρασμένος απ' το αιώνιο ταξίδι του.
Δυο συννεφάκια που αχνά αρχίζουν να μαυρίζουν
του συμπαραστέκονται.
Βουβή κι η δική μου ματιά,
Ακίνητη,.. προκλητικά καρφωμένη στον ορίζοντα.
Σε λίγο θ' αρχίσει η συμφωνία
των Αγγέλων σε Ντο ελάσσονα.



Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ

Χίλια αρώματα μες το κουτάκι
που μου χάρισες.
Χίλιες αγωνίες μέσα στα χέρια μου.
Τις νότες μου τις μοιράζω
στους ανθρώπους
που περιμένουν στους δρόμους.
Τα νυχτερινά μου όνειρα
τα χαρίζω στ' αδέλφια μου,
που μ' ανησυχούν με τις έγνοιες τους.
Τα λόγια μου τ' αφήνω
στις νυχτερινές περιηγήσεις μου,
στα σιγανά ποτάμια,
που τρέχουν στις φλέβες μου.
Το βλέμμα μου το στυλώνω
στον κόκκινο ήλιο,
που μοιράζει τις ελπίδες μου.


ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ

Θα σε πάρω στο ταξίδι μου
κρατώντας μια αχιβάδα μες στη χούφτα μου.
Θα σου ανοίξω τα φτερά μου να πιαστείς
και ν' ακουμπήσεις τη νύχτα,
στον στοργικό ουρανό,
ή θα σε βάλω πάνω στο πλοίο της γραμμής
να φύγεις για δω γύρω,
και να περιμένεις τη λήξη της γιορτής,
που θ' αντηχήσουν τα σήμαντρα,
θα σπάσουν οι κιθάρες,
και τα βεγγαλικά θα ζωγραφίσουν,
τα πτερόεντα έπη της ζωής μας.
Η θα συνεχίσω εγώ μόνος ν' ακολουθώ
τη γραμμή, που χάραξα χθες το απόγευμα
στο σημειωματάριό μου.



ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Περιμένω δυο λόγια σου,
κι' ας μην έχουν νόημα
Θα τους δώσω εγώ τη σημασία
που τους πρέπει.
Μήπως όταν κρατώ τις αστραπές
στα χέρια μου, ξέρω τι γεννιέται;
Μήπως όταν κοιτάζω τα ποτάμια
των ματιών σου ξεδιψάω;
Μήπως όταν περνάω το γιοφύρι
του άλλου κόσμου
τιθασεύω την περιέργεια;
'Οχι! τα τραγούδια με γλυκαίνουν,
οι στάλες της βροχής με ξαποσταίνουν,
οι φλέβες των χεριών μου,
μ' οδηγούν στις λεωφόρους
της ανεξερεύνητης πόλης,
κει που το υπάρχω, δεν υπάρχει..
κει που τα όνειρα πεθαίνουν
μόλις αρχίζουν.
'Όμως, κάτι θα γίνει..
δυο λόγια περιμένω,
κ' ας μην έχουν νόημα,
θα τους δώσω εγώ
τη σημασία που τους πρέπει.





ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Φτωχές οι λέξεις των ανθρώπων.
Φτωχά τα σοκάκια των χωριών μας.
Αδύνατοι σαν μίσχοι λουλουδιών
οι άνθρωποι,
πορεύονται με τα χέρια σφιχτά,
με τα μάτια χαμηλωμένα,
τις ανυποψίαστες νύχτες.
Δακρύζουν οι κληματαριές
στο πέρασμα των πουλιών,
αλλάζουν σχήματα οι πέτρες
και τα λιθάρια,
από αμηχανία.
Ξεφορτώνονται τα υποζύγια
το φτωχό τους περιεχόμενο.
Μόνο οι μεγάλες πολιτείες
τραγουδούν τα μακρόσυρτα
τραγούδια τους.
Μόνο το νωχελικό ποτάμι
σέρνει τους καημούς μας.
Τρέχει-τρέχει και δεν φτάνει..




ΡΙΖΩΜΕΝΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Αντιλογία.. Πόλεμος..
σφαίρες που τρυπάνε τα πλευρά μου.
Ασύστολες κατηγορίες κατευθείαν
στον εγκέφαλο.
Δυνατές αποχρώσεις μπερδεμένων
εντυπώσεων,
δυναμικών λύσεων.
Ξεφεύγουν οι νύχτες μέσα από
τα δάκτυλά μου..
Ξεφεύγουν τα λόγια μέσα
από τους φράχτες των σπιτιών.
Δεν φεύγουν οι ελπίδες από μέσα μου,
με συντροφεύουν,
ως το τέλος..





ΓΡΑΦΩ

Γράφω για τ' αυγό του Κολόμβου,
για τις πενιχρές αποδόσεις των θαυμάτων,
για τα ρητορικά σχήματα,
για τους ανέμους που δεν φύσηξαν ποτέ.
Γράφω για τα δεκαοχτώ μου χρόνια,
που δεν χάθηκαν στις ψεύτικες υποσχέσεις,
των διάφορων τσαρλατάνων,
που με πέρασαν γενεές δεκατέσσερις,
και που όμως τους άντεξα.
Γράφω για τους απογόνους μου,
που με πικραίνουν προκαταβολικά,
στη σκέψη πως κάποιους θα πιστέψουν.
Γράφω για τα σαπρόφυτα και τους
χοντροφτιαγμένους,
που τα θέλουν όλα δικά τους.
Ακόμα και τα δικά μας πιθάρια.




ΚΟΜΦΟΥΖΙΟ

Ξεκίνησε η μέρα δίχως ήλιο..
δίχως μυρωδιές.
Στ' απέναντι μπαλκόνια
τα παράθυρα κλειστά.
Και ‘ γω να ψάχνω μ' αγωνία,
για ένα λουλούδι ανθισμένο,
για μια πρασινάδα...
Μα πουθενά.. ούτε ένα χελιδόνι,
ούτε ένας ήχος...
Όλα νεκρά.
Κλίνω τα μάτια, κι' ονειρεύομαι
τις αδύναμες σχισμές των βράχων,
τις φριχτές παραμορφώσεις του ορίζοντα.
Ανοίγω μια οπή βαθιά στο σύμπαν,
και τρέχω στα ανήλιαγα δρομάκια.
Επικοινωνώ με το υπερπέραν,
το με τόσες βέβηλες πράξεις
των ανθρώπων βεβαρημένο.
Θα δοκιμάσω να εκπορθήσω
τα δύσκολα κάστρα του παραδείσου..



ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ο ίσκιος σου πλανιέται πάνω από τη θάλασσα.
Σμίγουν οι φωτεινές λέξεις των ανθρώπων,
στα κρησφύγετα των ανέμων.
Ακουμπούν οι ξεχασμένες υποσχέσεις
τους ζωντανούς σατραπίσκους.
Χωρίς επιστροφή οι ανοιχτοί δρόμοι,
χωρίς νικημένους οι αγώνες..
Περιπλέκονται ακατάπαυστα
τα λιμοκτονούντα πλήθη,
μπρος στα πόδια του ταλαίπωρου ηγέτη.
Αλαλάζουν οι νύμφες αισιόδοξα,
ζώντας στο δικό τους κόσμο.
Ξεκουράζονται οι λαβωμένοι αετοί,
πάνω στους ώμους των μικρών παιδιών,
που τραγουδάνε τα αίσχη των ανοιχτών οφθαλμών,
των σφραγισμένων πόλεων,
των ασύστολων εκπλήξεων.
Ξεφεύγουν μέσα από τ' ανόητα σχήματα,
τα φωτεινά χέρια,
που σφιχτά κρατούν την ελπίδα.



ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Δώσε μου ένα λουλούδι να το κρατήσω
ανάμεσα από τη σχισμή των δακτύλων μου.
Να διδάξω τους άδικους
τα ισοσκελισμένα σχήματα.
Να πω στα παιδιά τα τραγούδια
που θέλουν ν' ακούσουν,
κι' άμα αρχίσει η βροχή,
να μπω στο πρώτο ποταμάκι που θα βρω μπροστά μου,
και να ταξιδέψω στην ανεμοδαρμένη θάλασσα..
Να μετρήσω τα καράβια,
να τα ζωγραφίσω σαν νά ' ναι δικά μου,
και να φωνάξω τις θλιμμένες ελπίδες μου,
να τις βάλω στη χούφτα μου να τις κοιμίσω.
Μέχρι να ξαστερώσει,
μέχρι νά ΄βγει ο ήλιος,
όπου θ’ αρχίσω το τραγούδι μου,
όπου θα γελάσω δυνατά,
να με ακούσουν οι πεινασμένοι του κόσμου
και να χορτάσουν,
οι ευτυχισμένοι και να κλάψουν.
Και τα πουλιά να σχηματίσουν μία ομπρέλα
από πάνω μου.
Και οι ψυχές να λυτρωθούνε.





ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ

Ένα δέντρο μεγαλώνει
στη χούφτα μου
και μοσχομυρίζει
σαν ανοιξιάτικη νύχτα.
Μετρώ τα φυλλαράκια του,
τα βρίσκω ζυγά..
Μετρώ τα κλαδιά του,
τα βρίσκω μονά..
Στην κορφή θρονιασμένη
η καρδιά μου,
μ' ανεξίτηλο κόκκινο βαμμένη.




ΕΛΑ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΟΥΜΕ!

Έλα να φθάσουμε τον ήλιο,
ν' ανεβούμε στις στέγες των σπιτιών,
να πούμε το τραγούδι μας στην κορφή
του κυπαρισσιού,
να κλάψουμε για την πονεμένη μας
πατρίδα.
Έλα να μετρήσουμε μαζί
τα βήματα ως την απέναντι όχθη,
να σβήσουμε τις πορφυρένιες λέξεις
στο χώμα,
να κλείσουμε τα δακρυσμένα μάτια μας
και να ονειρευτούμε.

Αφιερωμένο στην ΚΥΠΡΟ
και στις ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.




ΣΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΠΤΑ

Επτά μαχαίρια, επτά καρδιές,
δυο χέρια με κρατάνε και που με πάνε,
δεν ξέρω.
Επτά οι νύχτες, επτά κ' οι ήλιοι,
επτά παιδιά που κλαίνε,
επτά γελάνε,
γιατί; δεν ξέρω.
Επτά οι νύχτες, επτά οι ήλιοι,
επτά τα όνειρα επτά κι οι φίλοι
Επτά κ' οι ώρες, επτά οι χαρές.
Στα όνειρα σε ψάχνω και δεν σε βρίσκω.
Σε χάνω!



ΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Έριξα ένα πετραδάκι
στα βρώμικα νερά του λάκκου,
και βάλθηκα να μετρώ
τη συχνότητα των κύκλων.
Κύκλοι ζωής είπα..
Λιμοί σεισμοί καταποντισμοί,
στη συχνότητα των κύκλων..
Μόνο που κι' αυτοί σπάζουν
και σβήνουν, σαν να μην υπήρχαν..
Να μια σχέση που δεν ελέγχεται




ΕΙΜΑΙ

Ένας παράξενος ταξιδιώτης στων
αστεριών την τροχιά είμαι.
Ένας αδύνατος μίσχος λουλουδιού,
που η αμηχανία των ανέμων σκλαβώνει.
Ένα μικρό λιθάρι στην ασήμαντη νύχτα.
Μια μικρή κλωστή που κρέμεται
η πολυμήχανη αράχνη.
Είμαι μια σταγόνα μες στην ξαφνική νεροποντή.
Είμαι το αχ στον πόνο,
το χα στο γέλιο.
Είμαι ότι ξαφνικό κι' αβέβαιο
την δωδεκάτη ώρα,
που λουφάζουν τα πάντα,
που κοιμούνται τα νήπια,
που ξεχνιούνται οι ελπίδες,
στο λήθαργο της αβέβαιης νύχτας..



Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥ

Άπλωσα στον ήλιο τη θάλασσα.
Κατέβασα μια αγκαλιά αστέρια
για χάρη σου.
Ζήτησα από την άνοιξη να μου τραγουδήσει
τις ξεχασμένες μελωδίες της νιότης μου,
κι' ανέβηκα στην κορφή του κυπαρισσιού,
να πιάσω τον άνεμο.
Δεν ζήτησα τίποτ' άλλο,
Παρά,
μακριά να κοιτώ,
τις αστραπές στο βάθος του ορίζοντα,
και τις νυχτερίδες να κόβουν κύκλους
σαν κυνηγημένες ψυχές.
Τίναξα από τα χέρια μου και τα μαλλιά
τις στάλες της νυχτερινής δροσιάς,
κι' ανάσανα την ελπίδα στην άκρη
των δακτύλων.




ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΑΝΤΟΧΗΣ

Ξαφνικό μπουρίνι.
Ξαφνική λαίλαπα
στη σκελετωμένη ψυχή μου.
Ρυθμικά παλαμάκια σε ασίκικο σχήμα..
Ένα, δύο τρία..επτά, οκτώ, εννιά..
Ιεροτελεστία ολόκληρη,
να κάνω το πρώτο βήμα.
Μετέωρο το δεξί μου πόδι.
Έχει απλώσει πανιά η καρδιά μου,
μουρμουρίζει η φωνή μου
τον ύμνο των γενναίων
Ανακατεμένες οι σκέψεις της στιγμής,
με τις αντιφάσεις,
με τις πράξεις..
Στιγμές απαράλακτα, ίδιες, καθημερινές.
Προπόνηση αντοχής στα κραυγαλέα
παραπτώματα




ΑΝΑΜΟΝΗ

Άσε με για λίγο να σκεφθώ
τις πικραμένες μου λέξεις.
Να πάρω από την αρχή στα χέρια μου
τα μεστωμένα στάχυα,
να μετρήσω τους κόκκους...
Άσε με να βάλω στην τσέπη μου,
τα κιτρινισμένα χαρτάκια.
Ν` απλώσω πάνω στο τραπέζι
τις μοναχικές μου νύχτες,
να παίξω με τα φτερωτά μου όνειρα.
Κι άμα περισσέψει χρόνος,
να σου ταιριάξω και κείνο
το τραγουδάκι που μου παρήγγειλες.
Άσε με να μαζέψω στο τασάκι
τη στάχτη των τσιγάρων μου,
να τη βάλω στην κλεψύδρα
πού΄χω στήση εμπτός μου
και να κάθομαι, να τη βλέπω να τρέχει.
Άσε με σου λεω, ξέρω εγώ τι σου ζητάω.



ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ

Δεν περίμενα να βγει το όραμα,
να τραγουδήσουν οι μέλισσες
πάνω στα λουλούδια,
να λουφάξει το πρωινό
μες τον κόρφο μου
και να αναλυθεί σε λυγμούς ο ήλιος.
Δεν περίμενα η άνοιξη να τελειώσει
τόσο απότομα..
και τα χελιδόνια να πέσουν
σε χειμερία νάρκη.
Δεν περίμενα ο αστυνόμος,
με τις χειροπέδες στα χέρια,
να ψάχνει για τον χαμένο όμηρο,
σαν ευκίνητο λιοντάρι
σε ανοιχτό κλουβί.
Δεν περίμενα να πέσει καταχνιά στα μάτια,
πυκνή μα γλυκιά σαν ξεχασμένη αναμονή.
Περίμενα να φανούν τα πορφυρά γράμματα,
με τα αίσχη των ανθρώπων.



Η ΣΚΙΑ

Ξέχασε με
και μην πεις ούτε μια λέξη
πως τάχα πέρασα απ' τη ζωή σου
Ξέχασε με
και σώπαινε στη θλίψη
Ούτε λεπτό δεν θα λείψω.
Μυστικά θα 'ρχομαι κοντά σου,
μες τη νύχτα,
αθόρυβα,
σαν ίσκιος στην σκιά σου.





ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ

Και τώρα, με συγχωρείτε. Θα φύγω
Θα φύγω με το κεφάλι ψηλά,
και με τ' αστέρια στο μέτωπο
Θα αφήσω όμως να πλανιέται το γιατί!
Χωρίς απάντηση
Βουρκωμένα μάτια,
πελιδνά χείλη.
Όμως, με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω.




ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Σε κοίταζα, σαν άνοιξη,
κ' ήσουν λουλούδι μ' ανοιχτά τα πέταλα,
παιδάκι στη γωνιά του δρόμου,
που μέτραγες τις στάλες της βροχής.

Τραγούδι δεν βγήκε απ' τα χείλη μου,
ακούω το χτύπο της καμπάνας
και την ευχή της μάνας,
στη λήξη της γιορτής.




ΑΕΝΑΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Αγκάθι στη καρδιά.
Εγώ το ξέρω!
Χρωματιστές ανταύγειες που στάζουν αίμα
στων ματιών μου την άκρη.
Υποψία αιθρίας στην περισπωμένη των χειλιών μου.
Αταίριαστη παρουσία σε λάθος συχνότητα
Όμως, θα πλανιέμαι στην αιωνιότητα,
αφήνοντας τα στίγματα των στεναγμών,
τις απραγματοποίητες αποθυμιές,
τις νότες μου,
στο έλεος των ατέλειωτων ανέμων.





Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ

Τα φώτα της πόλης τρεμοσβήνουν μακριά.
Ο αγέρας φουσκώνει τα στήθια μου,
δίνοντας ζωή στη χαμένη ύπαρξή μου.
Ανάβει και σβήνει το φωτάκι της νύχτας,
σαν stop αυτοκινήτου.
Σαν ριπές αυτομάτου οι σκέψεις
κατακλύζουν το νου.
Κινηματογράφος της εποχής του είκοσι,
μερικές σκηνές του δύο χιλιάδες.




Η ΧΑΡΗ

Μη με ζαλίζεται με τις φάλτσες φωνές σας.
Λουφάξτε στην άκρη των βράχων,
κι ακούστε πόσο όμορφα αγκομαχάει
η θάλασσα.
Πληρώστε μου πέντε τάλαρα
για τη χάρη που σας κάνω,
και κοιτάξτε μαζί μου τ’ αστέρια
που τρεμοσβήνουν.
Κι ακουμπήστε με τα δάκτυλα
σας την γραμμή
που αφήνει πίσω του ο κομήτης.
Έτσι θα' ναι καλύτερα!



ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

Ξέρετε να μου πείτε τίποτα
για τιs φευγάτες μέρες του καλοκαιριού;
Μπορείτε να μου φέρετε τον ήλιο
στη σκιά των πλατανιών;
Μπορείτε να μου τραγουδήσετε
του τριζονιού το μονότονο τραγούδι;
Αν όχι, τότε τι φίλοι είστε;
Αφήστε με να μετρώ το χρόνο,
με το δεξί μου πόδι,
ως τ' άλλο καλοκαίρι...




ΜΑΚΑΡΙΕΣ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ

Κοίταζα τις μικρές Αφροδίτες
που λούζονταν στη θάλασσα...
μακάρια ευτυχισμένες
στον πανάρχαιο πηλό τους.
Στολισμένες με τις πούλιες
της αιώνιας αδιαφορίας τους,
ακουμπώντας στη θάλασσα
τις μύριες αποθυμιές τους,
κοίταζαν ανέμελα τον ορίζοντα.






ΝΟΕΡΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ


Ανασαίνοντας την αύρα του εσπερινού,
ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι
σκορπίζω τις μύριες αποθυμιές μου
κει που τελειώνει η θάλασσα...
και σου στέλνω νοερά χαιρετίσματα.




ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πελαγοδρομώ στις ελλείψεις
των τύπων των ήλων.
Αμφιβάλλω για την απόφαση
στο παραπέντε.
Δημιουργώ τεθλασμένες γραμμές,
ξεκινώντας από τα σημεία επαφής.
Αναγιγνώσκω με στόμφο
τις αναγνώσιμες γραμμές,
των πεπραγμένων μου...




ΧΑΙΡΩ ΠΟΛΥ

Χαίρω πολύ κύριε, που σε γνώρισα..
Τα λόγια σου μ' ανέβασαν
το ηθικό.
Σου ζητώ άλλη μια φορά,
να σφυρίξεις το σκοπό που θέλησες να σου μάθω.
Εγώ θα προσπαθήσω να σε ακολουθήσω.
Ναι! είναι γνώριμα για μένα, τα μονοπάτια


ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ

Να μου χαρίσεις τ' όνομά σου,
και θα σου δώσω ένα σταυρό,
να τον κρεμάσεις στο λαιμό σου,
να το θυμάσαι, σ' αγαπώ.
Μ' ένα χαμόγελο στα χείλια,
σαν σε ζωγραφιά,
θ' απλώσω εγώ τα χέρια,
σε μια αγκαλιά.
Να μου χαρίσεις την καρδιά σου,
και γω για λίγο να χαθώ,
μέσα στη λάγνα τη ματιά σου.
Δεν θα ρωτάς, δεν θα ρωτώ,




Η ΣΥΝΑΞΗ

Στην ξέρα που μπαίνει στη θάλασσα,
κάτω απ' το βουνό των καημών μου,
τραγουδώ με το χέρι στη καρδιά,..
τραγούδια που 'ρχονται απ’ τα παλιά,
κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου.
Μες στη μέση στη θάλασσα ένα καίκι,
κι από απάνω η ομπρέλα του ήλιου
να ρίχνει άπλετο το φως,
να θαμπώνουν τα μάτια,
να γίνεται η καρδιά μου,
χίλια κομμάτια
κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου.




ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΑ ΜΟΥ

Δροσοσταλιά μου,
ένα τόσο δα σταλάκι
στο προσωπό μου,
στην κάψα του καλοκαιριού.
Δροσοσταλιά μου,
ένα τόσο δα ανθάκι
στο ονειρό μου,
στο λακκάκι του δεξιού αυτιού.



ΕΝΩΠΙΟΣ.. ΕΝΟΠΙΩ

Ενώπιος ενωπίω
φυσώντας τον καπνό των ονείρων μου
σε αβέβαιες κατευθύνσεις.
Ενώπιος ενωπίω
ζυγιάζοντας την εξουθένωση των κόπων μου,
στη ζυγαριά της αλήθειας.
Ενώπιος ενωπίω
προσμένοντας το τέλος της άνοιξης,
που κατά λάθος άνοιξε τα φτερά της.
Ενώπιος ενωπίω
συμμαζεύοντας τα σύνεργα του ατέλειωτου ονείρου μου.
Ενώπιος ενωπίω
αναμασώντας τα πεπραγμένα.




ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Σε θεωρώ αναρμόδιο κύριε…
Να μπαίνεις στην ψυχή μου
και ν΄ αλλάζεις την σειρά των συναισθημάτων μου;
Να μου τσαλακώνεις τις ελπίδες μου,
που τις έχω προφυλαγμένες στο ατσάλινο κουτάκι;
Δεν μπορείς!
Είμαι ένα κάρβουνο αναμμένο,
μια καταρρακτώδης βροχή,
οι τελείες και τα κόμματα στο λόγο,
οι φάλτσες νότες στο τραγούδι μου,
η νύχτα που δεν τελειώνει.
Σου απλώνω το χέρι.
Είναι η τελευταία σου ευκαιρία.
Μετά απ΄ αυτό δεν υπάρχουν άλλα λάθη.
Υπάρχει μόνο το τίποτα!



ΑΝΑΜΝΗΣΗ


Στύλωσα τα μάτια στο απέραντο..
Θυμήθηκα πως σ΄ έβαζα στους ώμους,
μωρό χοντρομπαλάτο..
και με πέντε, έξη σακούλες στ΄ αδύνατά μου χέρια
–κάνω τον σταυρό μου, πως μπορούσα τότε;
Ήταν η δύναμη της νιότης.-
και με τα πόδια πηγαίναμε στη Σαλαμίνα,
στο σπίτι που έκανα με χέρια και με δόντια.
Χρόνια που περάσανε!
Πικρά, μα αγαπημένα.
Τώρα σε βλέπω μπρος μου,
ολόκληρη γυναίκα,
στάχυ καρπερό, μα αγριωπό…
που με παιδεύει από αγάπη..
-έτσι φαίνεται-
και η ζωή μου τραβάει την ανηφόρα…



ΨΥΧΙΚΗ ΕΥΦΟΡΙΑ

Πλέω στα πελάγη ευτυχίας
της απραξίας μου.
Ανιχνεύω το σφυγμό μου
κι' αναλογίζομαι τις συνέπειες
της λανθασμένης μου ύπαρξης.
Ξέρω από πρόσθεση κι' αφαίρεση,
όμως κάπου σκοντάφτω.
Σκοντάφτω στις εξοχές των πεπραγμένων μου.