Thursday, September 11, 2008

Το τελευταίο αγνάντεμα..



Ο Νικόλας ο Τραμουντάνας για πολλοστή φορά ξύπνησε -μήπως και κοιμότανε και καθόλου- στις πέντε το πρωί, όπως κάθε μέρα εδώ και δύο χρόνια. Παλιότερα ξυπνούσε ακόμα πιο νωρίς, για να ετοιμάσει τα απαραίτητα για την κα­θημερινή του περιπέτεια στο πέλαγος, το ψάρεμα, που ήταν η εργασία του, ο αγώνας για τον επιούσιο και… που πότε γυρνούσε με το καΐκι του γεμάτο με ψάρια και πότε δεν είχε ούτε λέπι πάνω σ’ αυτό.
Συνήθιζε να λέει συχνά:
Του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είναι άδειο και μια γεμάτο. Αλλά καθώς έχασε τον μονάκριβο γιο του, τον Ηρακλή, που έκανε το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα του, αλλά και που ήταν εξίσου τολμηρός με τον ίδιο και αυτός με την θάλασσα, ψιλοσάλεψε και έβγαινε πρωί, πρωί κάθε μέρα στον μόλο, εκεί που έδενε σαν ερχότανε , το καΐκι του ο Ηρακλής, να περιμένει μέχρι τις δέκα-έντεκα το πρωί μήπως και φανεί να ’ρχεται καμαρω­τός, καμαρωτός και τραγουδώντας, όπως πάντα, είτε είχε πιάσει ψάρια, είτε όχι, από το πέλαγος.
-Αχ βρε Ηρακλή, μου την έφτιαξες τη δουλειά. Θα με φάει ο καημός σου, έλεγε κάθε μέρα που μάταια περίμενε στο μόλο να φανεί.
-Εγώ σου είχα πει να σπουδάσεις. Μπορούσα να σε βοηθήσω γι’ ­αυτό, αλλά εσύ τίποτα, ερωτεύτηκες την ρημάδα τη θάλασσα και κάθε φορά που σου έκανα λόγο για σπουδές, γύριζαν ανάποδα τα μάτια σου από τον θυμό σου, κι εγώ ο δόλιος, έκανα τουμπεκί, μήπως και σε στενοχωρήσω.
-Αν με άκουγες τότε, θα ήσουνα τώρα ζω­ντανός Ηρακλή, θα ήσουν ο δάσκαλος του χωριού. Άει ρε Ηρακλή τι μου έκανες, έλεγε και ξανάλεγε.
Έτσι και σήμερα έπιασε το γνωστό του στέκι στο μόλο και αγνάντευε την θάλασσα. Και σαν πέρασε η ώρα για άλλη μια φορά απογοητευμένος σηκώθηκε για να γυρίσει στο σπίτι του.
Ίσιαξε το ναυτικό καπελάκι του, το ίδιο που φορούσε για καμιά εικοσαριά χρόνια, και σιγά, σιγά, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ένα χιλιόμετρο δρόμου, το έκανε κοντά μια ώρα για να το περπατήσει. Είχε μια βαριά πάθηση στα πόδια και πονούσε φοβερά. Τόσο που τις περισσότερες φορές έπιανε μιαν ακρούλα και έκλαιγε για αρκετή ώρα. Και σαν έπεφτε για ύπνο; Ε! τότε ο πόνος γινόταν ανυπόφορος.
Μόνο σαν ήταν όρθιος σταματούσε κάπως ο πόνος. Μα σαν έπαιρνε δρόμο, στα τριάντα μέτρα το πολύ, τα μάτια του πεταγόντουσαν έξω από τον πόνο. Ξάπλωνε όπου και να ήταν για πέντε, δέκα λεπτά μέχρι να καλμάρει λίγο και μετά ξανά άρχιζε να περπατά.
Έλεγε: «αυτός δεν είναι πόνος, είναι σαν να σε καίνε και να σε κόβουν και με κοφτερό μαχαίρι και να σου ρίχνουν κι αλάτι πάνω στην πληγή.
Μια περιγραφή που οι γιατροί την άκουγαν και τρέμανε για τους ασθενείς τους, για την τυραννία τους δηλαδή, που είχαν τέτοια πάθηση. Σπάνια βέβαια , αλλά άμα έπιανε κάποιον, ήταν για λύπηση. Και είχε βρει ο Νικόλας αυτό τον χαρακτη­ριστικό τρόπο για να περιγράφει τον πόνο που τράβαγε από την πάθησή του.
Όμως ο Νικόλας, έσφιγγε τα δόντια και προχώραγε. Και αν δεν του είχε συμβεί ο τραγικός χαμός του παιδιού του, θα ήταν καλά, γιατί τον πόνο των ποδιών του τον άντεχε, του Ηρακλή όμως, όχι.
Η κυρά Στα­θούλα, η γυναίκα του, από τον καιρό που χάθηκε ο μοναχογιός της, η ψυχή της όπως τον έλεγε, ήταν πνιγμένη στα μαύρα. Σχεδόν μαύρο ήταν και το σώμα της. Και στο κεφάλι της είχε ένα τσεμπέρι κατάμαυρο και κάτω από αυτό τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα, σαν το βαμβάκι.
Πριν δύο χρόνια, είχε κατά­μαυρα μαλλιά, μα ο καημός της για τον χαμό του Ηρακλή, της τα άσπρισε. Έχασε και τη λάμψη, και την αρχοντική εμφάνιση, που είχε μέχρι τότε στο πρόσωπό της. Στα νιάτα της, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, μα και στα πενήντα της, όταν χάθηκε ο Ηρακλής, κράταγε πολλά στοιχεία της ομορφιάς της, των νεανικών της χρόνων.
Τώρα είχε γίνει σαν μούμια. Και αυτό μέσα σε δυο χρόνια. Καθώς χά­θηκε ο γιος της δεν ξαναγέλασε το χειλάκι της, ούτε μια φορά. Κυκλοφορούσε με σφιγμένα τα δόντια, έτσι που το πρόσωπό της και από αυτό το λόγο στραπατσαρίστηκε. Ξερό και κολλημένο το δέρμα πάνω στα κόκαλα, που λίγο ακόμα ήθελαν να απογυμνωθούν. Και μια καμπούρα στην πλάτη συμπλήρωνε το σκηνικό. Έτσι την κατάντησε η στενοχώρια της για τον Ηρακλή.
Γύρω στις ένδεκα και κάτι κάθε μέρα, ξέροντας πως κάπου εκεί θα γύριζε ο Νικόλας στο σπίτι, την έστηνε στο παράθυρο της τζαμαρίας και με υπομονή έβλεπε τον Νικόλα να έρχεται αργά, αλλά και κουτσαίνοντας, προς το σπίτι. Τον λυπότανε περισσότερο και από τον εαυτό της, τον καημένο.
-Αχ πως κατάντησες βρε Νικόλα, έλεγε και της έφευγε ένας αναστεναγμός. Κι ένα δάκρυ καυτό κυλούσε από τα μάτια της. Σχεδόν κάθε μέρα επαναλαμβανότανε η ίδια σκηνή.
Έτσι και σήμερα τον είδε να ’ρχεται. Να σταματά, να κοιτάζει γύρω του, ακουμπώντας στους φράχτες των λιγοστών σπιτιών του ερημικού δρομίσκου. Καταλάβαινε το βάσανό του. Την τυραννία του. Και μετά από κάμποση ώρα σαν έφθασε:
-Ήρθες Νικόλα μου; του είπε. Τίποτα ε;.
Είχε βαθειά της μια ελπίδα, μάταιη βέβαια, μήπως και φανεί ο Ηρακλής. Έτσι είναι όλοι οι χαροκαμένοι γονείς. Δεν θέλουν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε.
-Τίποτα. Αλλά, δεν ξέρεις. Είπε εκείνος αφήνοντάς της ζωντανή την ελπίδα. Εγώ κάθε μέρα, εκεί θάμαι. Να τον περιμένω.
Ένα δάκρυ έπεσε από τα μάτια του. Σφίχτηκε μήπως και το σταματήσει, μα εκείνο κύλησε. Το σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του κάνοντας τον αδιάφορο και για να μη δώσει αιτία στην κυρά του και αρχίσει τα κλάματα. Και συνέχισε..
-Κι’ εκεί θα με βρει ο χάρος Σταθούλα. Να πάω κοντά του. Να τον φιλήσω, να τον ακουμπήσω και να του πω:
-Γιατί ρε Ηρακλή μου το έκανες αυτό; Γιατί παιδί μου δεν με άκουσες;
Η κυρά Σταθούλα τον άκουγε και δεν έβγαζε μιλιά. Ούτε και αυτό ήθελε να το πιστέψει, δηλαδή πως αγναντεύοντας το πέλαγος θα φύγει η ψυχή του Νικόλα της κάποια στιγμή.
Στη σκέψη αυτή κοκάλωνε.
Είχε συνηθίσει να τραβάνε μαζί το βάσανο που τους βρήκε.
-Κι εγώ τι θα κάνω τότε Νικόλα; του είπε. Δεν μου φτάνει ο καημός του γιου μας; Να ’χω και τον δικός σου;
-Δεν είπα πως θα φύγω σήμερα.. Σταθούλα, είπε ο Νικόλας για να την παρηγορήσει. Κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό. Και κανείς δεν ξέρει το πότε…
-Όχι, ποτέ δε θα σε αφήσω να πεθάνεις, έλεγε η κυρά Σταθούλα, φω­νάζοντας δυνατά, πολύ δυνατά. Εγώ πρώτη θα πάω κοντά στο γιο μου. Εγώ τον γέννησα κι εγώ το δικαιούμαι να πάω μαζί του.
Μάλωναν λες και ήτανε στο χέρι τους να το κανονίσουν ποιος θα πεθάνει πρώτος.
-Καλά, καλά, ας μη μαλώνουμε γι’ αυτό. Ό,τι θέλει, ό,τι θέλει ο Θεός, θα γίνει. Ο Θεός μας πήρε τον Ηρακλή, ο Θεός θα πάρει όποιον θέλει από μας πρώτο.
Σακί φαρμάκι γίνανε και οι δυο. Η ώρα έφτασε δώδεκα και βάλε, και κάθισαν να φάνε μια χαψιά ψωμί με λίγο τυρί και μια ντομάτα. Τα είχε φέρει από πριν η κυρά Σταθούλα και τα είχε απιθώσει πάνω στο τραπεζάκι της τζαμαρίας.
Εκεί καθόντουσαν για να φάνε.
Το φαγητό τους δεν ήταν λιτό από ανέχεια, γιατί ο Νικόλας έπαιρνε καλή σύνταξη. Απλά δεν είχανε καμιά όρεξη να φάνε κάτι καλύτερο. Λες και θέλανε να παιδέψουν τον εαυτό τους, να πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα.
Που να κατεβεί όμως η μπουκιά; Με τα χίλια ζόρια έφαγε ο Νικόλας την μισή ντομάτα, μα η κυρά Σταθούλα… ούτε που τα ακούμπησε. Μόνο λίγο δροσερό νερό ήπιε να ξεκολλήσει λίγο η γλώσσα της, σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε να πάει στο στρώμα της για να ακουμπήσει λίγο το βασανισμένο της κορμί.
Ο Νικόλας έμεινε στον καναπέ που ήταν στη τζαμαρία, με το χέρι του γροθιά να κρατά το πιγούνι του, κοιτώντας με απλανές βλέμμα τη θάλασσα, την κακούργα αγαπημένη του, όπως την έλεγε.
Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Και έτσι τον πήρε ο ύπνος.
Σε δυο ώρες περίπου η κυρά Σταθούλα, τον βρήκε ακουμπισμένο στον καναπέ με ανοιχτά τα μάτια κι ένα χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό του, σα να έζησε κάποιο ευτυχισμένο γεγονός. Ήταν σαν να κοιμότανε με ανοιχτά τα μάτια. Έτσι της φάνηκε.
Η κυρά Σταθούλα τον σκούντησε ελαφρά. Μετά πιο δυνατά, πιο δυνατά, μα ο Νικόλας δεν αποκρινότανε. Κατάλαβε πως είχε πεθάνει. Ευτυχισμένος και ήταν τόσο γελαστός; Αντίκρισε την ώρα που έβγαινε η ψυχή του τον αγαπημένο του Ηρακλή; Ήταν χαρούμενος που πρώτος θα πήγαινε κοντά του;
Κανείς δεν το ξέρει μα και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει αυτό.
Με το χαμόγελο στα χείλη που του έμεινε με τον θάνατό του, τον έθαψαν την άλλη μέρα οι συγ­χωριανοί του και είχαν να το λένε, πως αυτός ο άνθρωπος που τα τελευταία χρόνια του τα έφαγε με θλίψη και με πόνο, έφυγε με το γέλιο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Πέθανε χαρούμενος, πέθανε ευτυχισμένος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ